Η αλήθεια είναι πως δίνονται κίνητρα. «Μπόνους σε γιατρούς για να πάνε στα νησιά» τιτλοφορείτο το ρεπορτάζ του «Ελεύθερου Τύπου» (12 Απριλίου, Μαρία-Νίκη Γεωργαντά). Σύμφωνα με τροπολογία που κατέθεσε το υπ. Υγείας θα λαμβάνουν 1.800 ευρώ επιπλέον των απολαβών τους (1.500 ευρώ ήταν το ποσό πέρσι), ενώ οι νοσηλευτές θα λαμβάνουν 1.200 ευρώ (από 1.000 πέρσι). Το ποσό δεν είναι μικρό, ειδικά αν το υγειονομικό προσωπικό έχει την τύχη να στεγαστεί με έξοδα του δήμου ή τουλάχιστον με αξιοπρεπές ενοίκιο, και όχι σαν αυτά που ζητάνε από τους τουρίστες. Ομως πρόκειται για προσωρινή λύση. Οταν τα πλοία με τους ταξιδιώτες σαλπάρουν, φεύγουν μαζί τους και οι γιατροί, αφήνοντας τους μόνιμους κατοίκους με τις γνωστές ελλείψεις.
Στόχος του Μασκ: Τα εργασιακά δικαιώματα
Προκηρύξεις μόνιμων θέσεων γίνονται, όμως η ανταπόκριση είναι ισχνή. Οπως εξηγούν οι επαγγελματίες του κλάδου, το πρόβλημα δεν είναι μόνο οικονομικό. Ναι, οι απολαβές του (επαγγελματικού) λειτουργήματός τους είναι χαμηλές σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη. Ομως το κρισιμότερο σημείο είναι η εξουθένωσή τους από τις συνθήκες εργασίας. Οι απανωτές εφημερίες και βάρδιες είναι κάτι που λυγίζει κάποια στιγμή και τον πιο παθιασμένο και αφοσιωμένο γιατρό και νοσηλευτή, ενώ σίγουρα δεν αφήνει περιθώρια για προσωπική ζωή.
Η λύση δεν είναι εύκολη και δεν είναι μία. Η Ελλάδα είναι μια νησιωτική χώρα, που σημαίνει μεγάλες αποστάσεις και δύσκολες μετακινήσεις. Επιπλέον γιατροί δεν βγαίνουν από τη μία μέρα στην άλλη, ώστε να υπάρχει πληθώρα προσφοράς. Οι αναισθησιολόγοι -η ειδικότητα με τις μεγαλύτερες ελλείψεις- χρειάζονται, μετά από έξι χρόνια Ιατρικής, άλλα πέντε χρόνια ειδίκευσης. Οπότε; Οπότε απαιτούνται ακόμα περισσότερα κίνητρα και καλύτερη οργάνωση. Και κυρίως απαιτείται μεγαλύτερη προσοχή στους 1.000 νέους γιατρούς που αποφοιτούν κάθε χρόνο στη χώρα μας. Το μεγάλο στοίχημα της κυβέρνησης είναι να τους πείσει να παραμείνουν στη χώρα και να επιλέξουν το ΕΣΥ.
Καλό Πάσχα.