
– Η καταγραφή των λέξεων από τον ξάδερφο της αφηγήτριας φαίνεται να λειτουργεί ως καταφύγιο για τον ίδιο, αλλά και ως «έρευνα» για την εύρεση μιας λέξης που θα του αλλάξει τη ζωή. Ποιο πιστεύετε ότι είναι το νόημα της έννοιας «λέξη» στο βιβλίο και πώς συνδέεται με την αναζήτηση της ταυτότητας ή της αυτογνωσίας;
Στις «Αγνωστες λέξεις» και γενικότερα στη λογοτεχνία, νομίζω, η λέξη αποτελεί κάτι παραπάνω από μια μονάδα που στοχεύει στην ανταλλαγή πληροφοριών, δεν έχει απλώς εργαλειακή σημασία: Οι λέξεις φανερώνονται ως αυτόνομα ηχητικά και οπτικά ερεθίσματα, διευρύνοντας τα όρια του κόσμου. Με την έννοια αυτή, οι σημερινές «άγνωστες λέξεις» θα μπορούσαν αύριο να είναι φορείς νοημάτων. Και εδώ έρχεται ο ρόλος του ανθρώπινου υποκειμένου στο γλωσσικό παιχνίδι, γιατί ο εξάδελφος της αφηγήτριας, πλάθοντας λέξεις, επιχειρεί να δημιουργήσει ένα καινούργιο σχήμα ζωής, στο οποίο θα καταφέρει να χωρέσει. Ανακαλύπτοντας λέξεις, οι δύο πρωταγωνιστές επιχειρούν, πράγματι, να ανακαλύψουν έναν νέο εαυτό.
– Στο βιβλίο διαπραγματεύεστε το θέμα της επικοινωνίας μέσω των λέξεων και των ήχων, ενώ οι χαρακτήρες φαίνεται να είναι παγιδευμένοι σε μια αέναη αναζήτηση για κάτι που τους διαφεύγει. Ποιες είναι οι προσωπικές σκέψεις σας για τη δύναμη και τους περιορισμούς που έχουν οι λέξεις ως μέσο έκφρασης;
Η παγιωμένη μορφή των λέξεων κάποιες φορές δεν μας επιτρέπει να επικοινωνήσουμε όπως θα θέλαμε, υπάρχει ένας ατομικός πλούτος που θα απαιτούσε μια ατομική γλώσσα, ίσως όχι μόνο λεκτική, αλλά ηχητική, κινητική ή ό,τι άλλο. Γι’ αυτό υπάρχουν στο κείμενο υπαινιγμοί για το «άλλο» της γλώσσας, τη φύση, τη μουσική, «αυτό που δεν μιλάει». Αυτή όμως η αναζήτηση μιας νέας γλώσσας οδηγεί σε μεγαλύτερη μοναξιά, γιατί υπονομεύει το θεμέλιο της κοινωνικής συνύπαρξης, τη διαπροσωπική συνεννόηση. Ετσι μένει πάντα ένα ανέκφραστο «υπόλοιπο», το οποίο η λογοτεχνία καλείται παραδόξως να εκφράσει, χρησιμοποιώντας τις παραδεδομένες μορφές. Ως εκ τούτου, στη λογοτεχνία αντλούμε νόημα όχι μόνο από τις γραμμένες λέξεις και τον ήχο τους, αλλά και από τις σβησμένες λέξεις και τις σιωπές τους.
– Η αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο κάνει την ιστορία να γίνεται ιδιαίτερα έντονη και προσωπική. Πώς επιλέξατε αυτήν την οπτική γωνία και πώς πιστεύετε ότι επηρεάζει την κατανόηση του αναγνώστη για την ψυχολογία των χαρακτήρων;
Προφανώς το θέμα της νουβέλας, το παιχνίδι με τις λέξεις που υπερβαίνουν το αντικειμενικά παραδεκτό νόημα, επέβαλε και την επιλογή μιας υποκειμενικής αφηγήτριας. Ο αναγνώστης ωθείται να υιοθετήσει τη δική της οπτική γωνία, αλλά ταυτόχρονα η φόρτιση των λέξεων αφυπνίζει την ατομική οπτική του και τον βάζει σε σκέψεις. Το πρώτο πρόσωπο στην αφήγηση μοιάζει να περιορίζει το περιεχόμενό της -δεν μπορείς να αφηγηθείς κάτι που δεν έχει ζήσει ή μάθει ο αφηγητής-, αλλά και την αξιοπιστία της. Σε μια πρωτοπρόσωπη αφήγηση δεν ξέρουμε τι έχει συμβεί στ’ αλήθεια, όμως, σε τελική ανάλυση, το ζητούμενο στη λογοτεχνία δεν είναι η μία και μόνη αλήθεια, είναι οι πιθανές μορφές της.
– Η νουβέλα του βιβλίου είναι γεμάτη με συμβολισμούς και υπαινιγμούς. Ποιες είναι οι πιο σημαντικές θεματικές που ήθελε να διερευνήσετε, όπως η έννοια του «άγνωστου» και η σχέση του ανθρώπου με το αόρατο ή το ακατανόητο;
Η νουβέλα εξερευνά το όριο του ρητού και του άρρητου. Στην πραγματικότητα, ο εξάδελφος της αφηγήτριας έχει μέσα του πράγματα άγνωστα που ζητούν φωνή. Αυτό μας οδηγεί στο ερώτημα αν μπορούμε τελικά να ζήσουμε εκτός της γλώσσας ή εάν πρέπει να διευρύνουμε την ιδέα μας για τη γλώσσα. Νομίζω ότι, ως άνθρωποι, δεν μπορούμε απόλυτα να διαχωρίσουμε το βίωμα από την εικόνα που αυτό λαμβάνει μέσα στον νου μας, η οποία με τη σειρά της εκφράζεται με έννοιες που μετατρέπονται σε ήχους. Γι’ αυτό η νουβέλα αναφέρεται και στη σχέση της γλώσσας με τη μουσική, αλλά και με την εικαστική αναπαράσταση του κόσμου.
– Επηρεάστηκε η συγγραφή αυτού του έργου από άλλες λογοτεχνικές παραδόσεις ή καλλιτεχνικές φόρμες, και ποιες ήταν οι πιο σημαντικές επιρροές σας;
Είναι ενδιαφέρουσα αυτή η ερώτηση και η παρατήρησή σας ότι η ατμόσφαιρα του έργου θυμίζει ιαπωνική λογοτεχνία. Στην πραγματικότητα οι βασικές επιρροές μου πηγάζουν από την ευρωπαϊκή λογοτεχνία και μάλιστα την κλασική, κυρίως, αλλά και τη σύγχρονη πεζογραφία της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης. Εκ των υστέρων, διακρίνω μέσα στις «Αγνωστες λέξεις» τον Κάφκα, τον Μπέρνχαρντ, τον Κρασναχορκάι, χωρίς καθόλου να διεκδικώ την αρτιότητα της τέχνης τους. Κάποιες φορές σκέφτομαι πως η λογοτεχνία είναι ένα αποθετήριο μορφών, σκέψεων και αισθημάτων που επιχειρούν να γεφυρώσουν το χάσμα ανάμεσα στις ατομικές συνειδήσεις. Με την έννοια αυτή, ο λόγος μας χωρίζει και ταυτόχρονα μας ενώνει.