Επιτέλους, ένα ντιμπέιτ που δεν αφορά την πολιτική αλλά τον πολιτισμό, το οποίο είναι ευπρόσδεκτο και δημιουργικό, αρκεί βέβαια να διεξάγεται με ψυχραιμία και όχι κανιβαλίζοντας όποιον έχει διαφορετική άποψη.
Στην περίπτωση του Μ. Καραγάτση, η αναδρομική κριτική ασκείται 64 χρόνια μετά τον θάνατό του και 71 χρόνια μετά τη συγγραφή της «Μεγάλης Χίμαιρας», που στοχοποιήθηκε ως το πιο «σεξιστικό» έργο του. Το πρώτο ερώτημα που θέτει η κοινή λογική είναι: Με ποια κριτήρια ξαναδιαβάζουμε έναν συγγραφέα; Με τους κώδικες, την ηθική και τις αξίες που κυριαρχούσαν την εποχή που ζούσε ή με σημερινούς όρους; Και ένα ακόμα σπουδαιότερο ερώτημα: Με ποια φοβικά σύνδρομα κάνουμε προβολή του παρόντος στο παρελθόν;
Διότι το νόμισμα έχει δύο όψεις. Οπως κάποιοι και κάποιες κατακρίνουν, απορρίπτουν και ακυρώνουν έναν συγγραφέα της γενιάς του ’30 ως σεξιστή, μισογύνη και εκφραστή της πιο βίαιης πατριαρχίας, έτσι και κάποιοι άλλοι και άλλες κατακρίνουν, απορρίπτουν και ακυρώνουν σύγχρονους εκφραστές της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας ως άσεμνους και επικίνδυνους για τα χρηστά τους ήθη (βλέπε Αμερική). Από τη μία, λοιπόν, η λεγόμενη woke culture, δηλαδή η πολιτική ορθότητα τα έχει βάλει με οτιδήποτε, π.χ. δεν συμπεριλαμβάνει το τρίτο φύλο, και, από την άλλη, ένα παγκόσμιο αντιδραστικό και υπερσυντηρητικό κίνημα κλείνει βιβλιοθήκες και απαγορεύει βιβλία, αν π.χ. υποστηρίζουν το δικαίωμα στην άμβλωση.
1.000 μέρες βαρβαρότητας
Επιστρέφοντας στον Καραγάτση, πόσο βαθιά στον χρόνο μπορεί να φθάσει ο «αναδρομικός» κορέκτορας; Μπορεί, άραγε, να φθάσει μέχρι την Πηνελόπη Δέλτα και τον «Μάγκα» που περνούσε από δρόμους «όλο αραπιά και βρόμα» και που «μισούσε τις γάτες όπως οι Ελληνες τους Βουλγάρους» ή αν σκεφτεί τι υπέμεινε η πιστή Πηνελόπη για τον περιπετειώδη Οδυσσέα να φθάσει μέχρι τον Ομηρο; Από την εξίσωση μην ξεχνάμε τα κλασικά εικονογραφημένα και τα παραμύθια. Οπως εκ των υστέρων αφαίρεσαν από τον Λούκι Λουκ το τσιγάρο και τον καταδίκασαν να περιφέρεται με ένα ξεραμένο στάχυ στο στόμα, έτσι θα μπορούσαν να διορθώσουν και τα παραμύθια με τις πριγκίπισσες που περιμένουν ένα φιλί από τον πρίγκιπα για να αναστηθούν.
Οι «ειδικοί αναγνώστες ευαισθησίας», που υπάρχουν εδώ και μερικά χρόνια στο εξωτερικό, ξαναδιαβάζουν βιβλία παλαιότερων εποχών που ετοιμάζονται να κυκλοφορήσουν σε νέες εκδόσεις και διορθώνουν τις προσβλητικές λέξεις. Κάπως έτσι δεν γλίτωσε ούτε η Αγκάθα Κρίστι, που είδε τους «Δέκα Μικρούς Νέγρους» να τιτλοφορούνται πλέον ως «And Then There Were None» («Και μετά δεν έμεινε κανένας»). Οταν, βέβαια, η ανάλυση φτάσει ακόμα πιο βαθιά, δηλαδή στο αν οι συγγραφείς υιοθετούν τις πρακτικές των ηρώων τους και αν μέσα από έναν βίαιο πρωταγωνιστή προβάλλουν τη βίαιη φύση τους, τότε υπάρχει περίπτωση στο τέλος, όντως, να μη μείνει κανένας.
Πάντως, υπάρχουν και λύσεις λιγότερο δραστικές και σαφώς λιγότερο παρεμβατικές στο έργο ενός συγγραφέα. Οπως η προσθήκη ενός εισαγωγικού κειμένου στις επανεκδόσεις κλασικών έργων που εξηγούν στους αναγνώστες το πλαίσιο και τη γλώσσα της εποχής. Στο διά ταύτα: Δεν χρειάζεται να βιαστούμε να πάρουμε θέση. Ο Καραγάτσης έδωσε μόνος του την απάντηση σε ανύποπτο χρόνο: «Επί 25 χρόνια οι κριτικοί επιμένουν να διαφωνούν ριζικώς για το έργο μου. Οι μισοί ισχυρίζονται πως είναι καλό. Οι άλλοι μισοί πως είναι κακό. Περιττό να πω πως εγώ διαφωνώ και με τους μεν και με τους δε».