Τώρα που η Ευρώπη ξαναγυρίζει σε συνθήκες τύπου Μεσοπολέμου, αλλά χωρίς κομμουνιστικό/αριστερό αντίπαλον δέος και με έναν Τραμπ στη θέση του Ρούσβελτ, το δίλημμα μοιάζει να επανέρχεται ως εξής: «Να προσεταιριστούμε την AfD με στόχο να την εξημερώσουμε και να την ενσωματώσουμε ή να τη διπλοκλειδώσουμε στο υγειονομικό της τείχος;». Η βάση και η γραφειοκρατία της Χριστιανοδημοκρατίας ταλαντεύτηκαν αρκετά, αλλά έκλιναν προς τη δεύτερη επιλογή. Ο Μερτς, που αναλαμβάνει αύριο καγκελάριος, παραμένει κατηγορηματικά αρνητικός σε οποιαδήποτε συνεργασία με τη «ναζίζουσα» Ακροδεξιά, σε αντίθεση με τον πρώην υπουργό Γενς Σπαν και το 30% των οπαδών του κόμματος.
Προσώρας -κυρίως λόγω του ύποπτου φιλορωσικού της προσανατολισμού και λιγότερο για τους λόγους που επικαλέστηκε η Υπηρεσία Προστασίας του Συντάγματος (εχθρική στάση προς συγκεκριμένες κατηγορίες πολιτών και περιφρόνηση της Δημοκρατίας)- η «Εναλλακτική» μπήκε στο ψυγείο ως «εξτρεμιστική οντότητα» και αναζωπυρώθηκε ο διάλογος για την απαγόρευσή της. Βέβαια, και μόνο το γεγονός ότι στις δύο τελευταίες δημοσκοπήσεις των INSA, YouGov η AfD ισοβαθμεί με τη CDU/CSU στο 26% δείχνει το τεράστιο πολιτικό ρίσκο ενός τέτοιου εγχειρήματος. Το γερμανικό πολιτικό σύστημα ίσως μπει στον πειρασμό, κάποια στιγμή, να το αναλάβει, αν με το φωτοστέφανο του μάρτυρα η AfD εδραιωθεί στην πρώτη θέση, κερδίσει τις επόμενες εκλογές και απαιτήσει -δικαιολογημένα- να της επιτραπεί να κυβερνήσει.
Η διοίκηση Τραμπ, σε ανώτατο επίπεδο (αντιπρόεδρος Τζέι Ντι Βανς και ΥΠΕΞ Μάρκο Ρούμπιο), κατήγγειλε το Βερολίνο για «τυραννικές πρακτικές και ανέγερση νέου Τείχους». Στην πραγματικότητα, η Ουάσιγκτον τρίβει τα χέρια της για τη νέα μεγάλη αναταραχή που έρχεται στη Γερμανία. Τον ανίατο «Μεγάλο Ασθενή» της Ευρώπης.