Από τα παραπάνω εξαιρείται το κεφάλαιο των fake news, πόθεν και αν προέρχονται, αλλά είναι μια εντελώς διαφορετική ιστορία. Επιστρέφουμε λοιπόν στη διαμάχη που ξέσπασε τις τελευταίες ημέρες, η οποία πήρε μεγαλύτερες διαστάσεις από τις συνήθεις που βλέπουμε στις πρωινές ενημερώσεις και τα τηλεοπτικά πάνελ. Και λέμε συνήθεις, διότι ορθώς οι δημοσιογράφοι προσπαθούν να στριμώξουν τους πολιτικούς για να «πάρουν» είδηση και δικαιολογημένα οι πολιτικοί αμύνονται. Το πράγμα αρχίζει και χαλάει όταν οι τελευταίοι χάνουν την ψυχραιμία τους και εξαπολύουν προσωπικές επιθέσεις και όταν οι δημοσιογράφοι ρωτούν ως εκπρόσωποι της κυβέρνησης ή της αντιπολίτευσης.
2014 και 2024, ομοιότητες και διαφορές
Η κόκκινη γραμμή που χωρίζει την εξουσία από τον έλεγχό της είναι λεπτή και κάθε φορά που κάποιος περνάει το όριό της, φωτίζεται ακόμα περισσότερο για να θυμίζει την ύπαρξή της. Είναι σαν τα σύνορα ενός κράτους. Δεν μετατοπίζονται επειδή κάποιοι τα διασχίζουν. Ομως ας μην είμαστε υποκριτές, ουδείς ζει σε γυάλινο πύργο. Οι δημοσιογράφοι, ανεξαρτήτως του Μέσου που εργάζονται, έχουν την δική τους προσωπικότητα, έχουν άποψη, προτιμήσεις και κομματικές επιλογές και λογαριασμό δεν θα δώσουν σε κανέναν. Ομως αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει κάποιοι άλλοι, εξ ονόματός τους, να χοροπηδάνε από τη μία βάρκα στην άλλη ανάλογα με το ποιος είναι ο βαρκάρης.
Για να το πούμε λιανά: Δεν γίνεται να πυροβολείς όταν ένα κυβερνητικό στέλεχος συνδέει -κακώς- το όνομα ενός δημοσιογράφου με συγκεκριμένο κόμμα, αλλά να βουβαίνεσαι όταν άλλο κυβερνητικό στέλεχος απειλούσε -κάκιστα- να χώσει άλλον δημοσιογράφο στα τρία μέτρα κάτω από τη γη. Δεν γίνεται να γράφεις κατεβατά με ονοματεπώνυμα δημοσιογράφων που εργάζονται -ή νομίζεις ότι εργάζονται- στο επικοινωνιακό επιτελείο μιας κυβέρνησης ή ενός υπουργείου και την ίδια στιγμή να υμνείς τη δημοσιογραφία εφημερίδων που πληρώνονται από το κόμμα.
Στο διά ταύτα, ακόμα και αν αποδώσουμε σε όλους τις καλύτερες των προθέσεων, η κουβέντα αυτή είναι δύσκολη, σύνθετη και ευαίσθητη. Δεν χρειάζεται να την κάνουμε δυσκολότερη με υπερβολές και αχρείαστους αφορισμούς. Εκτός και αν όσοι το κάνουν οψίμως, θέλουν απλώς να επιβεβαιώσουν ότι η δημοσιογραφία σε οδηγεί παντού, αρκεί να την εγκαταλείψεις έγκαιρα.