Ο σημαντικός λογοτέχνης και κριτικός λογοτεχνίας Ζήσιμος Λορεντζάτος έγραψε: «Γεννήθηκα, έζησα και θα πεθάνω στην πίστη των πατέρων μου, στην πίστη της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Των αγίων πατέρων ημών. Γεννήθηκα, έζησα και θα πεθάνω στη γλώσσα των πατέρων μου, στη γλώσσα του Ομήρου, των Ευαγγελίων και του Σολωμού. Των αγίων πατέρων ημών…. Χωρίς την πίστη μου και χωρίς τη γλώσσα μου -τα δυο αυτά υπερατομικά κρατήματα ή κερκέλια- πέφτω… πέφτω… πέφτω στο κενό, όχι το φυσικό κενό που προβλημάτιζε τον Πασκάλ, μήτε το κενό της φιλοσοφίας, που το απόστεργε ολότελα ο Leibniz, αλλά πέφτω… πέφτω… πέφτω… στην άβυσσο την πνευματική, την άπατη…» (Ζήσιμου Λορεντζάτου «Collectanea», εκδ. Δόμος, σελ. 225 και 396).
Ο μέγας ποιητής και λόγιος Γιώργος Σαραντάρης στο φιλοσοφικό του δοκίμιο «Η παρουσία του ανθρώπου» διερωτάται: «Χρειάζεται η Δύση να μας μάθει κάτι περισσότερο από τον τεχνικό πολιτισμό; Ερωτώ τούτο, γιατί δεν βρίσκω άλλο ουσιαστικό να μπορεί να μας μάθει η χτεσινή και σημερινή Δύση. Στον πνευματικό πολιτισμό, όταν κανείς δεν κατέχει πίστη, είναι σα να μην κατέχει τίποτε. Η Δύση δεν κατέχει τίποτε, μήτε για τον εαυτό της. Οι παραδόσεις της μας είναι άχρηστες. Τον τεχνικό της πολιτισμό δεν μπορεί να τον φυλάξει για να κατορθώνει πάντοτε να μας τον μαθαίνει αυτή. Ο τεχνικός πολιτισμός καλύπτει σιγά σιγά τη γη και παύει μέρα με τη μέρα να είναι προνόμιο της Δύσης… Η Δύση ολοένα φθείρεται και, εφ’ όσον δεν πιστεύει και δεν μπορεί να πιστέψει στον άνθρωπο, ανταποκρίνεται σε ένα νόμο υπέρτατης δικαιοσύνης η αναπόφευκτη παρακμή της».
Τέλος, ο λόγιος και καθηγητής Πανεπιστημίου, Χρήστος Γιανναράς, γράφει στην «Καθημερινή» (29η Δεκεμβρίου 1996): «Δεν θα ανατρέψει η Ελλάδα τον παγκόσμιο καπιταλιστικό πολιτισμό, ούτε ονειρεύεται κανείς επιστροφή στην παρθενικότητα της ζωής του Ροβινσώνα… Αλλά να αντισταθεί στην εξουσιαστική επιβολή της μικροπρέπειας, της μετριότητας και του εκχυδαϊσμού… ούτε ασυμβίβαστο είναι ούτε ανασταλτικό για τη δυναμική μετοχή της Ελλάδας στο σύγχρονο ιστορικό γίγνεσθαι».