Οταν ο Χρήστος Τριαντόπουλος, με μία γενναία και ξεκάθαρη πολιτική κίνηση, ζήτησε να παραπεμφθεί κατευθείαν σε φυσικούς δικαστές, αποφάσισαν ότι σαν την Προανακριτική δεν έχει! Τώρα έχουν βαλθεί να αποδομήσουν το Δικαστικό Συμβούλιο που θα κρίνει την παραπομπή ή μη σε Ειδικό Δικαστήριο, ενώ γνωρίζουν πως τα μέλη του ορίζονται κατόπιν κλήρωσης.
Η πολιτική υποκρισία των κομμάτων της αντιπολίτευσης έχει ανέβει σε άλλη πίστα. Η στάση τους θα ήταν για γέλια, αν δεν ήταν τόσο σοβαρή η υπόθεση την οποία εργαλειοποιούν. Είναι δεδομένο πως έχουν προαποφασίσει ότι είναι όλοι ένοχοι και πως θα αμφισβητήσουν οποιαδήποτε κίνηση, απόφαση, πόρισμα ή εξέλιξη που δεν συμφωνεί με την ετυμηγορία τους. Εχουν αμφισβητήσει τον ανακριτή της έρευνας για τα Τέμπη, την ηγεσία του Αρείου Πάγου, τα πορίσματα των πραγματογνωμόνων, την Προανακριτική και τώρα το Δικαστικό Συμβούλιο. Στο μόνο που επιμένουν είναι η θεωρία περί συγκάλυψης, στην οποία εμπλέκεται ο μισός πολιτικός και νομικός κόσμος της χώρας.
Ομως αυτό που δεν λένε είναι ποια τελικά πολιτική, διοικητική, δικαστική ή άλλη διαδικασία εμπιστεύονται. Τι προτείνουν; Ποιους και πώς; Ποια Ανεξάρτητη Αρχή θα τους ικανοποιούσε; Ποιον δικαστή εμπιστεύονται; Ποιον πολιτικό; Εκτός και αν θεωρούν πως η Ελλάδα είναι «Μπανανία» και οι πολίτες κηρύσσονται ένοχοι διά της ανατάσεως των χειρών ή από λαϊκά δικαστήρια. Δυστυχώς για εκείνους, ευτυχώς για το κράτος δικαίου, η Ελλάδα παραμένει μια ισχυρή Δημοκρατία, με νόμους, κανόνες και θεσμούς.
Πέρα, πάντως, από τη συγκεκριμένη υπόθεση, ή μάλλον ακριβώς εξαιτίας της συγκεκριμένης υπόθεσης, ο πολιτικός κόσμος της χώρας θα έπρεπε να έχει τη νηφαλιότητα που απαιτείται για να ξεκινήσει μια ουσιαστική συζήτηση για τον ρόλο των Εξεταστικών και Προανακριτικών Επιτροπών της Βουλής. Η πρόσφατη Ιστορία έχει αποδείξει πως δεν λειτουργούν όπως θα έπρεπε, αφού, κακά τα ψέματα, οι βουλευτές δεν μπορούν να υποκαθιστούν τους δικαστές και τους εισαγγελείς. Ο νόμος περί ευθύνης υπουργών και η επερχόμενη Συνταγματική Αναθεώρηση θα μπορούσαν να αποτελέσουν πεδίο πολιτικής σύγκλισης. Αλλά όταν ο «θεσμικός» Νίκος Ανδρουλάκης χαρακτηρίζει τη συζήτηση για το Σύνταγμα ως παζάρι, πώς μπορεί κάποιος να είναι αισιόδοξος;