Ετσι, εμείς και εκατομμύρια συνάδελφοι ανά τον κόσμο στερηθήκαμε για λίγο μια από τις βασικότερες και εγκυρότερες πηγές ενημέρωσής μας. Σε προηγούμενες δεκαετίες οι εφημερίδες θα είχαν πρόβλημα, καθώς η συνδρομή στο Reuters θεωρείτο απαραίτητη για την καθημερινή τους λειτουργία, μαζί με δυο-τρία ακόμη πρακτορεία (Associated, ΑΠΕ κ.ά.).
Η Δώρα, η Γαρυφαλλιά και αύριο;
Τώρα πια, με τον κατακλυσμό πληροφόρησης από ιστοσελίδες και social media, η αλήθεια είναι πως δεν τρέχει και τίποτα. Ωστόσο, όταν ένας δημοσιογράφος θέλει ευσύνοπτη, ολοκληρωμένη και γρήγορη πληροφόρηση για ένα γεγονός με πυκνή εξέλιξη (βλέπε κρίση της Ταϊβάν), οι πρώτες πηγές στις οποίες θα ανατρέξει είναι το Reuters και το BBC. Kάποιες αξίες μένουν αναλλοίωτες στο χρόνο.
Την Τετάρτη, οι 300 συνδικαλισμένοι δημοσιογράφοι και φωτορεπόρτερ του Reuters στις ΗΠΑ εξήγγειλαν 24ωρη απεργία σε ένδειξη διαμαρτυρίας για την κωλυσιεργία της διοίκησης στις διαπραγματεύσεις για τη νέα συλλογική σύμβαση. Στην ανακοίνωσή του το σωματείο τους τόνισε ότι η συλλογική σύμβαση δεν έχει ανανεωθεί εδώ και 20 μήνες, από τον Δεκέμβριο του 2020, ενώ η αύξηση 1% που προτείνει η εργοδοσία ισοδυναμεί με μείωση μπροστά στην άνοδο του κόστους ζωής.
«Ενώ εμείς αναγκαζόμαστε συχνά να διακόψουμε στη μέση το φαΐ με την οικογένειά μας, κάτι που κάνουμε με χαρά και επαγγελματική ευσυνειδησία, οι μάνατζερ κάθονται άνετα στα σπίτια τους απολαμβάνοντας τα κέρδη που εμείς φέρνουμε», δήλωσε ο εκπρόσωπος των εργαζομένων, Χούλιο-Σέζαρ Τσάβες. Το πρακτορείο-σύμβολο ιδρύθηκε το 1851 από τον Γερμανό Γιούλιους Πάουλους Ρόιτερ, εδρεύει στο Σίτι του Λονδίνου και έχει γραφεία σε 200 περιοχές του κόσμου. Απασχολεί συνολικά 2.500 δημοσιογράφους και 600 φωτορεπόρτερ, ενώ από το 2008 αποτελεί μέρος του καναδικού ομίλου Thompson Corporation/Reuters.