Η ενεργειακή κρίση δεν καταργείται με ένα νόμο και ένα άρθρο, ούτε υπάρχει στη χώρα μας η δημοσιονομική ευχέρεια για να εξουδετερωθεί η ακρίβεια, που σε μεγάλο βαθμό έχει εισαγόμενα αίτια. Για αυτό και η κυβέρνηση, παρά τη δυσαρέσκεια των πολιτών για τις τιμές που βλέπουν στα πρατήρια βενζίνης ή στα σούπερ μάρκετ, διατηρεί ισχυρό προβάδισμα έναντι του ΣΥΡΙΖΑ. Eύκολες λύσεις όπως αυτές που υποσχόταν ο Τσίπρας το 2015 δεν υπάρχουν και κυρίως δεν γίνονται πιστευτές.
Θα λέγαμε, μάλιστα, ότι λόγω των σύνθετων γεωπολιτικών ζητημάτων, στα οποία δεν συγχωρούνται στραβοτιμονιές, γιατί σε αυτή την περίπτωση η επίπτωσή τους θα είναι πολλαπλασιαστική στην οικονομία και την κοινωνία, το διακύβευμα των επόμενων εκλογών θα είναι σαφές: Ποιος μπορεί να αντιμετωπίσει καλύτερα το βουνό των προβλημάτων που βλέπουμε στον ορίζοντα, από την ενεργειακή επάρκεια μέχρι μια πιθανή επισιτιστική κρίση και από την ανάπτυξη της οικονομίας μέχρι την προσέλκυση επενδύσεων σε συνθήκες αβεβαιότητας;
Από τη μία πλευρά έχουμε τον Μητσοτάκη που ζητάει αυτοδυναμία για να συνεχίσει το έργο του και από την άλλη πλευρά διαμορφώνεται ο αντίπαλος πόλος, βγαλμένος από τις πιο «λαμπρές εποχές» του πρόσφατου παρελθόντος. Ο Ευκλείδης Τσακαλώτος τον προσδιόρισε στην εκπομπή του Γιώργου Κουβαρά στην ΕΡΤ.
«Με τον κύριο Βαρουφάκη έχουμε μεγάλες διαφωνίες για το τι έγινε και τι θα μπορούσε να γίνει το 2015. Αλλά όταν ψηφίζεις την απλή αναλογική, είναι μέσα στη λογική σου ότι με ανθρώπους που έχεις διαφωνήσει στο παρελθόν και διαφωνείς τώρα πρέπει να τα βρεις, πρέπει να υπάρχει προοπτική, η βασική γραμμή του ΣΥΡΙΖΑ είναι να μην κάνουμε την απελπισία πιστευτή, αντιθέτως να κάνουμε την ελπίδα πιστευτή».
Η Δώρα, η Γαρυφαλλιά και αύριο;
Η «ελπίδα», λοιπόν, ξανάρχεται με Τσίπρα και Βαρουφάκη. Δεν θα μπορούσε να υπάρχει καλύτερη καμπάνια για τον Μητσοτάκη από το να αντιπαραβάλει την εναλλακτική πρόταση διακυβέρνησης. Μία επανάληψη του πρώτου εξαμήνου του 2015 σε συνθήκες υψηλού πληθωρισμού και με τις αγορές να χαρακτηρίζονται από νευρικότητα, ψάχνοντας «θύματα», ισοδυναμεί με πολιτική αυτοχειρία.
Το βασικό ατού του πρωθυπουργού είναι ότι ένα τμήμα της κοινωνίας, επαρκές για να δίνει εκλογικές νίκες, αναγνωρίζει ότι είναι ο καταλληλότερος για να αντιμετωπίσει τις δύσκολες προκλήσεις σε οικονομία και εξωτερική πολιτική. Προκύπτει από τις δημοσκοπήσεις. H διαφορά Μητσοτάκη με Τσίπρα στα σχετικά ερωτήματα είναι πάνω από 15 μονάδες, όταν το προβάδισμα της Ν.Δ. έναντι του ΣΥΡΙΖΑ κυμαίνεται από 8% έως 10%. Τώρα, δε, που μπαίνει στην πολιτική εξίσωση και η πρόσκληση Τσακαλώτου σε Βαρουφάκη για «προοδευτική διακυβέρνηση ελπίδας», στο Μαξίμου θα πρέπει να πανηγυρίζουν.
Γιατί κανείς δεν μπορεί να κάνει πιο εύληπτο το δίλημμα της κάλπης εάν δεν το συνδέσει με εικόνες όπως αυτές που έζησε η Ελλάδα στο πρώτο εξάμηνο του 2015. Με Τσίπρα και Βαρουφάκη.