Το παράδοξο είναι ότι αυτό βρήκε σύμφωνους όλους τους πολιτικούς και θρησκευτικούς παράγοντες. Το σχέδιο του πλήρους διαχωρισμού κράτους-Εκκλησίας, με τη διακοπή της μηνιαίας μισθοδοσίας του ανώτερου κλήρου (αρχιεπίσκοποι, επίσκοποι και βοηθοί επίσκοποι), όπως και ενός τμήματος των απλών ιερέων, είχε δρομολογηθεί από τον απερχόμενο κεντροαριστερό περονιστή πρόεδρο Αλμπέρτο Φερνάντες (2019-2023).
Το προσυπέγραψε όμως ευχαρίστως ο ακροδεξιός-νεοφιλελεύθερος Χαβιέρ Μιλέι με το ακόλουθο επιχείρημα: «Η διακοπή των χορηγήσεων προς τον κλήρο ευθυγραμμίζεται με την πολιτική μας για λιτότητα στις δαπάνες και ταυτόχρονα για την υπεράσπιση της ελευθερίας της πίστης», σημείωσε ο εκπρόσωπος της προεδρίας, Μιγκέλ Αντόρνι.
Ωστόσο η διακοπή της μισθοδοσίας του αργεντίνικου κλήρου (που καθιερώθηκε επί χούντας Βιδέλα το 1979) δεν θα μπορούσε να υλοποιηθεί χωρίς τη συγκατάθεση της Συνόδου Καθολικών Αργεντινών Επισκόπων. Οι τελευταίοι θεωρούν ότι δεν έχουν να χάσουν πολλά – αντιθέτως, θα ωφεληθούν από την κρατική τους «απεξάρτηση», ώστε να εκφράζουν ελεύθερα τις συντηρητικές τους απόψεις σε ζητήματα αμβλώσεων, διαζυγίου, γάμου ομοφύλων κ.λπ. Αλλωστε τα 130 εκατ. πέσος (περίπου 3,5 εκατ. δολάρια) που εισέπραξε η Εκκλησία για μισθοδοσίες αντιστοιχούν μόλις στο 10% του ετήσιου προϋπολογισμού της το 2018. Με αυτή τη λογική η καθολική ιεραρχία πρόθυμα προσυπέγραψε τη συμβολική πράξη διαχωρισμού, υποστηρίζοντας ότι τα απολεσθέντα έσοδα θα αντισταθμιστούν από εθελοντικές εισφορές αλληλεγγύης πιστών και κοινοτήτων σε ένα ειδικό ταμείο.
1.000 μέρες βαρβαρότητας
Κατά τα άλλα, κανείς δεν πρόκειται να αγγίξει το άρθρο όλων των Συνταγμάτων της Αργεντινής από το 1853, που προβλέπει ότι «η ομοσπονδιακή κυβέρνηση στηρίζει την Καθολική πίστη και η πλειονότητα του πληθυσμού ανήκει σε αυτήν». Κάτι σαν το δικό μας άρθρο 3 περί «επικρατούσας θρησκείας της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας».