Για όποιον ξέρει να διαβάζει πίσω από τις γραμμές, τα εκατέρωθεν μηνύματα παραδόθηκαν. Ο Ερντογάν είπε ξεκάθαρα ότι η Τουρκία θα συνεχίσει να αμφισβητεί την ελληνική κυριαρχία σε κατοικημένα νησιά και ακατοίκητες βραχονησίδες του Αιγαίου, θα επιμείνει στην τουρκολιβυκή συμφωνία και θα συνεχίσει να αγνοεί την ύπαρξη της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Ταυτόχρονα, απαιτεί από την Ελλάδα να μην αντιταχθεί δυναμικά σε τίποτε από αυτά και να απεμπολήσει στην πράξη νόμιμα κυριαρχικά της δικαιώματα, διαφορετικά ο ίδιος θα αρχίσει πάλι τις επιθετικές ενέργειες (παραβιάσεις με μαχητικά αντί για drones, αποστολή μεταναστών κ.λπ.). «Οσο δεν γίνονται βήματα που μπορεί να μας βλάψουν, η στάση μας θα συνεχιστεί», είπε χαρακτηριστικά.
1.000 μέρες βαρβαρότητας
Σε αυτό το σημείο, ο Τούρκος πρόεδρος εξέθεσε τον υπουργό Εξωτερικών, Γ. Γεραπετρίτη, ο οποίος δήλωσε στη «Βραδυνή» ότι στο τραπέζι του ελληνοτουρκικού διαλόγου δεν βρίσκονται θέματα εθνικής κυριαρχίας. Δυστυχώς, τα έβαλε ο Ερντογάν και μάλιστα μετ’ επιτάσεως, συνεχίζοντας τον ψυχολογικό εκβιασμό της Αθήνας.
Στο ίδιο πλαίσιο, η στάση του Ελληνα πρωθυπουργού στη «Mιλιέτ» ήταν αυτή του «καλού παιδιού», που «απογοητεύεται» με τις τουρκικές αγαρμποσύνες σε Αγια-Σοφιά και Μονή της Χώρας, αλλά στο πλαίσιο του «σαβουάρ βιβρ» υπόσχεται να μην ανταποδώσει με τα μουσουλμανικά μνημεία στην Ελλάδα – τουναντίον, θα τα αναστηλώσει. Ξεκαθάρισε επιπλέον ότι «η Ελλάδα δεν είναι εχθρός, ούτε απειλεί κανέναν» (που θα μπορούσε να αναγνωστεί από τους απέναντι ότι «δεν θα αντιδράσουμε στη βήμα βήμα εφαρμογή της Γαλάζιας Πατρίδας»), περιορίζοντας τη διαφωνία μας σε «πολιτισμένα πλαίσια».
Το κακό είναι πως όταν οι Τούρκοι -μετά το απαραίτητο νεύμα των Αμερικανών- απαιτήσουν, αργά ή γρήγορα, το «καλό κλίμα» να μετουσιωθεί σε γεωγραφικές παραχωρήσεις, θα διαπιστώσουμε ότι τη σύγκρουση, που προσπαθούμε πάση θυσία να αποφύγουμε, θα τη βρούμε μπροστά μας.