Οι αιτήσεις ασύλου στην Ιρλανδία αυξήθηκαν φέτος 300% σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του 2019. Πολλές οι αιτίες για την έκρηξη αφίξεων από τη Βρετανία. Οι κυριότερες, όμως, αφορούν την αυστηροποίηση της μεταναστευτικής πολιτικής του Λονδίνου μετά το Brexit (με το φάντασμα της απέλασης στη Ρουάντα) και τη σχετικά ευημερούσα οικονομία της Ιρλανδίας. Στα σύνορα της Ιρλανδικής Δημοκρατίας με τη βρετανική Βόρειο Ιρλανδία δεν υπάρχει έλεγχος διαβατηρίων. Ετσι, οι περισσότεροι αιτούντες άσυλο διαλέγουν αυτό το πέρασμα από τη Βρετανία στην Ιρλανδία και όχι τα αεροδρόμια ή τα λιμάνια, όπου οι έλεγχοι είναι αυστηροί. Ούτως εχόντων των πραγμάτων, η ιρλανδική συνοριακή αστυνομία (Garda) είναι υποχρεωμένη να κάνει συνεχείς περιπολίες και τσεκ κατά μήκος της μεθορίου 500 χιλιομέτρων με τον Βορρά.
Σκιάχτρο στις φυτείες… του πολέμου
Η σκλήρυνση της μεταναστευτικής πολιτικής ήταν μονόδρομος για την ιρλανδική κυβέρνηση, από τη στιγμή που οι ντόπιοι κάτοικοι (ιδίως η νεολαία) αντιμετωπίζουν οξύ στεγαστικό πρόβλημα. Τους επόμενους μήνες θα αρχίσουν πτήσεις επαναπροώθησης παράτυπων μεταναστών και πολλοί άνδρες της Garda θα βγουν από τα γραφεία στον δρόμο. Ηδη το επίδομα των Ουκρανών προσφύγων περικόπηκε από τα 232 στα 38,80 ευρώ την εβδομάδα και έκλεισαν οι «τρύπες» εισόδου από Ν. Αφρική και Ιορδανία, με την καθιέρωση βίζας.
Παρά τις μεμονωμένες ακραίες εκδηλώσεις κατά μεταναστών από διάφορες πληθυσμιακές ομάδες, η Ακροδεξιά δεν έχει προς το παρόν βρει εύφορο έδαφος στην ιρλανδική πολιτική. Κανείς όμως δεν εγγυάται ότι το Πράσινο Εϊρε θα μείνει εσαεί απρόσβλητο, με όσα συμβαίνουν στον υπόλοιπο κόσμο.