Η τιμή του λαδιού τους τελευταίους μήνες έχει πάρει την ανηφόρα κυρίως λόγω της ξηρασίας που πλήττει εδώ και δύο χρόνια την Νότια Ισπανία, όπου τα ελαιόδεντρα είναι σχεδόν μονοκαλλιέργεια και στην περιοχή παράγεται η μισή παγκόσμια παραγωγή. Η φετινή σοδειά στην Ισπανία ήταν μειωμένη κατά 50% σε σύγκριση με τα προηγούμενα χρόνια, ενώ οι προοπτικές είναι αρνητικές λόγω της κλιματικής κρίσης που πλήττει την Ανατολική Μεσόγειο.
Στα σούπερ μάρκετ το παρθένο ελαιόλαδο ξεκινά από τα 6 ευρώ, ενώ φτάνει και τα 10 ευρώ με αυξητικές τάσεις. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς για τη μέση κατανάλωση, μία οικογένεια μπορεί να ξοδεύει από 360 έως και 600 ευρώ ετησίως για το λάδι. Οι τιμές το τελευταίο διάστημα έχουν πάρει τη μορφή κούρσας και υπολογίζεται ότι η αύξηση ξεπερνά το 20% ετησίως με ανοδική πορεία. Δηλαδή, μόνο για το ελαιόλαδο ο οικογενειακός προϋπολογισμός μπορεί να επιβαρυνθεί με πρόσθετη δαπάνη από 72 έως και 120 ευρώ.
Τα ποσά δεν είναι λίγα όταν αφορούν μόνο ένα αγαθό. Εάν συνυπολογίσουμε ότι και για το ψωμί υπάρχουν πιέσεις για αυξήσεις λόγω της κατάρρευσης της συμφωνίας για τα σιτηρά στην Ουκρανία και της ανόδου των διεθνών τιμών. Οι αρτοποιοί ήδη διαμηνύουν ότι θα προχωρήσουν σε αυξήσεις κατά 10% στην τιμή του ψωμιού από τον Σεπτέμβριο.
Ολα αυτά δείχνουν ότι ο πληθωρισμός των τροφίμων δεν έχει συγκυριακά χαρακτηριστικά, αλλά αποκτά μόνιμο χαρακτήρα διαβρώνοντας τις αντοχές των οικογενειακών προϋπολογισμών.
Πώς μπορεί να αντιμετωπισθεί το πρόβλημα; Εύκολες λύσεις δεν υπάρχουν. Το Market Pass δίνει ανάσες καθώς καλύπτει το 10% της ανόδου των τιμών, όμως δεν περιορίζει τις τιμές, ενώ έχει δημοσιονομικό κόστος. Η μείωση του ΦΠΑ σε καιρούς ακραίων πληθωριστικών διακυμάνσεων μπορεί εύκολα να εξανεμισθεί και να χαθεί στην αγορά χωρίς να φτάσει στον καταναλωτή. Για παράδειγμα, δεν γνωρίζουμε πόσο αποτελεσματική θα ήταν η μείωση του ΦΠΑ στο λάδι, όταν αρκετοί προμηθεύονται το ελαιόλαδο της χρονιάς από παραγωγούς στο χωριό, που πωλούν τους δύο τενεκέδες χωρίς αποδείξεις ή οι τιμές διαρκώς σκαρφαλώνουν στα σούπερ μάρκετ.
Αυτό όμως που μπορεί να γίνει από την κυβέρνηση είναι να περιορίσει τη δράση των ολιγοπωλίων, που δρουν στην αγορά σε αρκετά βασικά προϊόντα. Οι τιμές στην Ελλάδα για απορρυπαντικά, βρεφικά είδη ή άλλα βιομηχανικά προϊόντα είναι σημαντικά υψηλότερες σε σχέση με αρκετές χώρες της Ευρώπης, ακόμη και αν παράγονται από τους ίδιους πολυεθνικούς ομίλους, λόγω της κυριαρχία τους στην αγορά.
Η Επιτροπή Ανταγωνισμού έχει προχωρήσει σε ακτινογράφηση αρκετών κλάδων, απαιτείται εντατικοποίηση, ώστε τα ολιγοπώλια να αντιληφθούν ότι δεν μπορούν να δρουν ανενόχλητα σε βάρος παραγωγών ή και καταναλωτών.
Η αύξηση των εισοδημάτων, που διαπιστώνεται τα τελευταία δύο χρόνια, διαβρώνεται από τον διψήφιο πληθωρισμό των τροφίμων. Γι’ αυτό κάθε μείωση που μπορεί να επιτευχθεί στις τιμές στα ράφια από την πάταξη αθέμιτων πρακτικών είναι μεγάλο όφελος για τους πολίτες.