Ας ξεπεράσουμε το θέμα της φωτογραφίας. Στις μέρες μας με εκατοντάδες κινητά να τραβάνε τους πολιτικούς αρχηγούς φωτογραφίες όλο και κάποια θα βρεθεί για να τον δείχνει σατανικό ή ηλίθιο. Ακόμα όμως και να μη βρεθεί, υπάρχουν τα προγράμματα επεξεργασίας φωτογραφιών που μπορούν να κάνουν ακόμα και τον Πάπα να ντύνεται σαν μοντέλο, όπως άλλωστε έγινε προ ημερών. Η φράση όμως παραμένει επίκαιρη: «Θα εμπιστευόσασταν αυτόν για να μανατζάρει τα επόμενα τέσσερα χρόνια τη χώρα σας;».
Αυτό είναι το ζητούμενο στις εκλογές του 21ου αιώνα. Με το ερώτημα των συστημάτων να έχει πάψει να υφίσταται μετά την κατάρρευση του σοβιετικού κομμουνισμού, παρά στο μυαλό μερικών κολλημένων, το ερώτημα είναι ποιον το εκλογικό σώμα θα διαλέξει για CEO. «Tσέο», που είχε πει και η Νοτοπούλου. Για τον γενικό διευθυντή μιας χώρας και για το επιτελείο του για την επόμενη τετραετία. Το επιτελείο είναι ένα από τα σημεία υπεροχής του Κυριάκου Μητσοτάκη απέναντι στους αντιπάλους του, που του δίνει την υπεροχή στις σφυγμομετρήσεις.
Ο λόγος της υπεροχής της κυβέρνησης του Κυριάκου Μητσοτάκη απέναντι στην προηγούμενη του ΣΥΡΙΖΑ είναι στις διαφορές στα στελέχη. Στη διαφορά ανάμεσα στον Κυριάκο Πιερρακάκη και τον Νίκο Παππά, τη Λίνα Μενδώνη και τη Λυδία Κονιόρδου, τη Νίκη Κεραμέως και τον Κώστα Γαβρόγλου. Η ανεξαρτησία ενός ηγέτη να διαλέγει τα καταλληλότερα στελέχη, ακόμα και αν δυσαρεστήσει την Ολγα Κεφαλογιάννη και τους Βαρδινογιάννηδες, και ενός άλλου που κάνει υφυπουργό ακόμα και τον Χαϊκάλη.
Η κυβέρνηση του 2019 του Κυριάκου Μητσοτάκη ήταν ό,τι πλησιέστερο στις αμερικανικές προεδρικές κυβερνήσεις που ο πρόεδρος διαλέγει εξωκοινοβουλευτικά τους συνεργάτες του. Ενα στοιχείο που κινδυνεύει να πάψει να υπάρχει σε κυβερνήσεις συνεργασίας. Εκτός εάν κάποιος πιστεύει ότι ο Νίκος Ανδρουλάκης θα προτείνει υπουργούς με κριτήριο τις ικανότητές τους.
Το σύστημα της κυβέρνησης με εξωκοινοβουλευτικούς που σε μεγάλο μέρος εφάρμοσε ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει και μειονεκτήματα. Πρώτον στην ανάγκη να ικανοποιηθούν οι βουλευτές η κυβέρνηση διογκώνεται με υφυπουργούς που ενίοτε έχουν διακοσμητικό ρόλο. Δεύτερον εξωκοινοβουλευτικά δημιουργούν μια ατμόσφαιρα που δημιουργεί νούμερα, όπου ο κάθε εξωκοινοβουλευτικός καβαλημένος φαντάζεται ότι θα έπρεπε να ήταν υπουργός. Τέλος, θα πρέπει να υπάρξει ένας αναβαθμισμένος ρόλος των βουλευτών που σήμερα υπάρχουν για να ψηφίζουν τυφλά τα κυβερνητικά νομοσχέδια.
Δρόμος χωρίς γυρισμό…
Ελλάδα, Ισραήλ, Παλαιστίνη
To 2003 ανώτατο στέλεχος του υπουργείου Εξωτερικών είχε ταξιδέψει στη Μέση Ανατολή και είχε έρθει σε επαφή με στελέχη της Χαμάς ζητώντας τους να μην προβεί η οργάνωση σε τρομοκρατική ενέργεια στη διάρκεια των Ολυμπιακών του 2004. Η Ελλάδα τότε βέβαια ήταν άλλη χώρα. Οι Παλαιστίνιοι ήταν ήρωες και μάρτυρες. Οι Ισραηλινοί ήταν πιόνια των ιμπεριαλιστών και εγκληματίες – και η Σοφία Σακοράφα ζητούσε να μετάσχει με τα χρώματα της Παλαιστίνης στους Ολυμπιακούς. Καμία δηλαδή σχέση με το σήμερα. Οταν η Ελλάδα έχει άριστες σχέσεις με το Ισραήλ και η Μοσάντ βοηθάει την ΕΥΠ να συλλάβει τους δύο Πακιστανούς τρομοκράτες που σκόπευαν να επιτεθούν σε εβραϊκό εστιατόριο στου Ψυρρή.
Σημαίνει ότι πάψαμε να είμαστε μια φιλική χώρα και γίναμε θεμιτός στόχος για την παγκόσμια τρομοκρατία και στη συγκεκριμένη περίπτωση του Ιράν. Από τις αντιδράσεις που υπήρξαν σημαίνει επίσης ότι η Ελλάδα ξέφυγε από τη θέση που ξεκίνησε από τη δικτατορία ότι κάθε τι που κάνει μια ισλαμική χώρα είναι καλό και κάθε τι που κάνει το Ισραήλ είναι διαβολικό. Ενα εθνικό αντανακλαστικό που δημιούργησε άχρηστες συμμαχίες και απομάκρυνε την Ελλάδα από τους φυσικούς συμμάχους της στην Ευρώπη.
ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΜΗΤΣΟΤΑΚΗ Ο «ΚΑΝΕΝΑΣ»
Δεν υπάρχει δυσκολότερο πράγμα από το να αναλύσεις τη στρατηγική και να καταλήξεις ότι το πρόβλημα είσαι εσύ. Οτι ύστερα από τέσσερα χρόνια στην εξουσία, μετά τον covid, τον πόλεμο στην Ουκρανία, τις υποκλοπές, τον πληθωρισμό και τα Τέμπη ο Κυριάκος Μητσοτάκης συνεχίζει να βρίσκεται μπροστά στις μετρήσεις από τον Αλέξη Τσίπρα και ακόμα και αυτοί που δεν θέλουν τον Μητσοτάκη προτιμούν τον «Κανένα». Οτι οι δικοί σου και οι αντίπαλοι ξέρουν ότι μια προεκλογική σύγκρουση ανάμεσα στη Ν.Δ. και τον ΣΥΡΙΖΑ με αρχηγό τη Νοτοπούλου θα ήταν πολύ δυσκολότερη για τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Ο Τσίπρας όμως δεν είναι από τους πολιτικούς αρχηγούς που θα σκεφτεί πρώτα το καλό του κόμματός του και μετά το δικό του. Για την ακρίβεια, ο Αλέξης Τσίπρας αντιλαμβάνεται τον ΣΥΡΙΖΑ σαν το σπίτι του. Οχι μεταφορικά αλλά κυριολεκτικά, αφού πήρε έναν συνασπισμό από συνιστώσες και τον μετέτρεψε σε προσωποκεντρικό κόμμα, αντίστοιχο του ΜέΡα25 του Βαρουφάκη και της Ενωσης Κεντρώων του Βασίλη Λεβέντη.
Η βασική διαφορά της Ν.Δ. από τον ΣΥΡΙΖΑ είναι ότι η Ν.Δ. θα υπάρχει και μετά τον Μητσοτάκη. Ο ΣΥΡΙΖΑ από τη στιγμή που συνεργάστηκε είναι ένα όχημα που μεταφέρει τις φιλοδοξίες του Αλέξη Τσίπρα, που χωράει όποιον τον εξυπηρετεί και θα σηκωθεί από τη θέση του οδηγού όταν δεν θα μπορεί να κινείται άλλο.