Γράφει ο Γιώργος Κύρτσος
Σε όλα τα μεγάλα θέματα που έχουν σχέση με το κλείσιμο της δεύτερης αξιολόγησης του τρίτου προγράμματος-Μνημονίου πρέπει να καλυφθεί σημαντική απόσταση για να υπάρξει η αναγκαία συνεννόηση και πολύ μεγαλύτερη απόσταση για να αποδώσουν τα μέτρα που θα εφαρμοστούν.
Περισσότεροι φόροι
Η κυβέρνηση έχει αναλάβει τη δέσμευση να μειώσει το αφορολόγητο όριο στο επίπεδο των 6.000 ευρώ για το ετήσιο φορολογητέο εισόδημα. Το χειρότερο είναι ότι θα εφαρμόσει την πρόταση του ΔΝΤ μόνο στο σκέλος της μείωσης του αφορολογήτου παραλείποντας τη συμπληρωματική μείωση των φορολογικών συντελεστών για να δημιουργηθούν ισχυρότερα οικονομικά κίνητρα για τα μεσαία και υψηλά εισοδήματα που υπερφορολογούνται.
Σύμφωνα με ορισμένους υπολογισμούς, το 3% των φορολογουμένων που δηλώνουν το υψηλότερο εισόδημα εξασφαλίζουν στο δημόσιο ταμείο το 40% των συνολικών εσόδων από το φόρο εισοδήματος.
Είναι φανερό, λοιπόν, ότι χρειάζεται μια νέα ισορροπία για το φορολογικό σύστημα της χώρας, η οποία περνάει από τη μείωση των δημόσιων δαπανών και τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης. Η κυβέρνηση επιμένει στην αύξηση των δημόσιων δαπανών ιδιαίτερα όσων έχουν σχέση με τη δημιουργία του κομματικού κράτους του ΣΥΡΙΖΑ και στη φορολογική ισοπέδωση.
Σύγχυση με τα εργασιακά
Στο ζήτημα των εργασιακών σχέσεων η κυβέρνηση καλύπτεται πίσω από το κοινοτικό κεκτημένο και την άμεση επιστροφή των συλλογικών διαπραγματεύσεων σε κλαδικό επίπεδο για να μην ξεκαθαρίσει τη στάση της σε ζητήματα που έχουν σχέση με τη συνδικαλιστική δράση, τους κανόνες και τα όριά της. Το εντυπωσιακό είναι ότι η κυβέρνηση καλύπτει συνδικαλιστικά και συντεχνιακά προνόμια, όπως η κήρυξη απεργίας χωρίς την υποστήριξη της πλειονότητας των εργαζομένων, με τον ΣΥΡΙΖΑ να έχει πολύ μικρή επιρροή στις συνδικαλιστικές οργανώσεις. Οι περισσότερες από αυτές εξακολουθούν να ελέγχονται από τις δυνάμεις που είχαν κυριαρχήσει επί ΠΑΣΟΚ, γεγονός που αποδεικνύει ότι η συνδικαλιστική εκπροσώπηση έχει μικρή σχέση με το τι πραγματικά συμβαίνει στην κοινωνία και συγκεκριμένα στους χώρους εργασίας.
Η κυβέρνηση καλά κάνει και επικαλείται το κοινοτικό κεκτημένο στις εργασιακές σχέσεις, μόνο που τα αποτελέσματα της οικονομικής πολιτικής που εφαρμόζει δεν έχουν καμία σχέση με το κοινοτικό κεκτημένο. Οι μακροχρόνια άνεργοι οι οποίοι δεν παίρνουν επίδομα ανεργίας ξεπερνούν τις 900.000, ενώ πολλές εκατοντάδες χιλιάδες εργαζόμενοι πρέπει να τα βγάλουν πέρα με λιγότερα από 400 ευρώ το μήνα ή μένουν απλήρωτοι εξαιτίας της οικονομικής αδυναμίας των επιχειρήσεων στις οποίες απασχολούνται.
Η κυβέρνηση πρέπει να μας πει ποια μέτρα θα δεχθεί για να γίνει πιο γνήσια και δημοκρατική η συνδικαλιστική εκπροσώπηση των εργαζομένων και να εξηγήσει πώς ακριβώς θα συμβάλει στην εφαρμογή του ευρωπαϊκού κεκτημένου στις εργασιακές σχέσεις, το οποίο επικαλείται.
Από το ένα κόλπο στο άλλο
Η κυβέρνηση Τσίπρα πραγματοποιεί συνεχείς ελιγμούς στο θέμα των συντάξεων, με τελικό αποτέλεσμα να συνεχίζεται η μείωσή τους χωρίς να εξασφαλίζεται η μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του ασφαλιστικού-συνταξιοδοτικού συστήματος.
Σύγχυση ταυτοτήτων, απώλεια ισορροπίας
Παρά τις δεσμεύσεις που είχε αναλάβει έναντι των πολιτών, προχώρησε στη μείωση των επικουρικών συντάξεων, των νέων κύριων συντάξεων, του εφάπαξ, του ΕΚΑΣ και άλλων επιδομάτων. Παράλληλα προετοίμασε τη μελλοντική μείωση των παλαιών κύριων συντάξεων μέσω του υπολογισμού της λεγόμενης προσωπικής διαφοράς. Σε μια προσπάθεια να κερδίσει πολιτικό χρόνο έδωσε χριστουγεννιάτικο βοήθημα στους χαμηλοσυνταξιούχους, το οποίο κόστισε 617 εκατ. ευρώ στον προϋπολογισμό.
Με τους χειρισμούς της ενίσχυσε τη θέση των Ευρωπαίων εταίρων και των πιστωτών, οι οποίοι θεωρούν ότι το ασφαλιστικό-συνταξιοδοτικό σύστημα δεν είναι οικονομικά βιώσιμο και πρέπει να περιοριστεί η οικονομική στήριξή του από τον Κρατικό Προϋπολογισμό.
Η κυβέρνηση έχει δεχθεί τη μείωση των παλαιών κύριων συντάξεων και προσπαθεί να πείσει τους Ευρωπαίους εταίρους και τους πιστωτές να εφαρμοστεί την επόμενη και όχι αυτή την τετραετία. Πρόκειται για απαράδεκτη πολιτική μεθόδευση με την οποία ο πρωθυπουργός κ. Τσίπρας προσπαθεί να χρεώσει στη δική του αποτυχία στη διαχείριση του ασφαλιστικού-συνταξιοδοτικού συστήματος στην επόμενη κυβέρνηση, η οποία, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, θα είναι κυβέρνηση Μητσοτάκη.
Η ΔΕΗ σε αδιέξοδο
Ανοιχτό παραμένει και το ζήτημα της ιδιωτικοποίησης της λεγόμενης μικρής ΔΕΗ, δηλαδή ενός σημαντικού τμήματος του παραγωγικού δυναμικού της δημόσιας επιχείρησης. Για να αποφύγει τις εσωτερικές πολιτικές αντιδράσεις σε μια τόσο σημαντική ιδιωτικοποίηση ο κ. Τσίπρας προωθεί μια εναλλακτική μέθοδο σταδιακού περιορισμού της αγοράς του μεριδίου της ΔΕΗ στο 50%, η οποία στηρίζεται στη σταδιακή ενίσχυση της θέσης των ιδιωτών στην αγορά. Ετσι όπως εξελίσσονται τα πράγματα, η ΔΕΗ χάνει κύκλο εργασιών χωρίς να δημιουργείται υγιής ανταγωνισμός σε όφελος της οικονομίας και των καταναλωτών και χωρίς να εξασφαλίζει σημαντικά έσοδα που θα της επιτρέψουν να καλύψει τις τεράστιες υποχρεώσεις της.
Η γενική εικόνα είναι μιας ΔΕΗ που οδηγείται στην απαξίωση και στη συνέχεια στην οικονομική κατάρρευση για να διευκολυνθεί η κυβερνητική ηγεσία στην πολιτική διαχείριση του ΣΥΡΙΖΑ.
«Κόκκινα» δάνεια
Οι μη εξυπηρετούμενες οφειλές έχουν φθάσει στο επίπεδο του 47% του συνολικού τραπεζικού δανεισμού. Η επιστροφή της οικονομίας στην ύφεση και η δημιουργία κλίματος αβεβαιότητας με ευθύνη της κυβέρνησης Τσίπρα στέκονται εμπόδιο στη μείωση των «κόκκινων» δανείων. Την κατάσταση περιπλέκει η απόσυρση καταθέσεων που παρατηρείται τους τελευταίους μήνες λόγω των υπερβολικών απαιτήσεων της εφορίας και του κλίματος οικονομικής και επιχειρηματικής αβεβαιότητας.
Η κυβέρνηση έχει αναλάβει συγκεκριμένες υποχρεώσεις για τη μείωση των «κόκκινων» δανείων σε βάθος τριετίας αλλά είναι πολύ δύσκολο να προχωρήσει σε αυτή την κατεύθυνση επειδή εκδηλώνονται σοβαρές κοινωνικές αντιδράσεις, δεν έχει εξομαλυνθεί η κατάσταση στην αγορά ακινήτων και οι μεγάλες ελληνικές τράπεζες αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα σε ό,τι αφορά την προετοιμασία της εφαρμογής της πολιτικής που θα οδηγήσει στη δραστική μείωση των «κόκκινων» δανείων.
Μεγάλη καθυστέρηση παρατηρείται και στις ιδιωτικοποιήσεις, τα έσοδα από τις οποίες προϋπολογίζει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή σε 18 δισ. ευρώ για την τριετία 2016 – 2018 στην προσπάθειά της να στηρίξει τη βιωσιμότητα του χρέους του Ελληνικού Δημοσίου.
Είναι άλλα αυτά που υποστηρίζει η κυβέρνηση ότι θα υπογράψει, άλλα αυτά που θα υπογραφούν, άλλα αυτά που θα εφαρμοστούν και άλλα αυτά που χρειάζονται για να μπουν οι βάσεις μιας νέας περιόδου δυναμικής οικονομικής ανάπτυξης. Η ατελείωτη διαπραγμάτευση με τους Ευρωπαίους εταίρους και πιστωτές πραγματοποιείται σε συνθήκες απόλυτης εσωστρέφειας της εξουσίας, με συνέπεια να αυξάνεται συνεχώς ο λογαριασμός για την κοινωνία και να περιορίζονται τα θετικά οικονομικά αποτελέσματα.
Ο Γιώργος Κύρτσος είναι Ευρωβουλευτής της Νέας Δημοκρατίας
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου της Κυριακής