Γράφει η Δέσποινα Κονταράκη
Η ανακοίνωση από τον Αμερικανικό Οργανισμό Τροφίμων και Φαρμάκων ότι έδωσε ταχεία έγκριση κυκλοφορίας σε ένα νέο φάρμακο για τη συγκεκριμένη νόσο, μετά από τουλάχιστον δύο δεκαετίες επιστημονικού αδιεξόδου, χαρακτηρίστηκε ιστορική.
Εκατομμύρια ασθενείς και οι φροντιστές τους σε όλο τον κόσμο γέμισαν ελπίδα, όμως ταυτόχρονα πυροδοτήθηκε ένας σοβαρός προβληματισμός: Μήπως βιάστηκαν; Η απάντηση είναι ότι μάλλον άργησαν.
Ακόμα και χωρίς την πανδημία του κορονοϊού, η νόσος Αλτσχάιμερ αυξάνεται ραγδαία και ανήκει στις ασθένειες που παραμένουν πρακτικά χωρίς θεραπεία. Πρόκειται για τη «δημοφιλέστερη» μορφή άνοιας (50-70% του συνόλου), η οποία παγιδεύει και μπλοκάρει το πολυτιμότερο όργανο του ανθρώπου, το μυαλό, καθηλώνοντας όχι μόνο τους ίδιους τους ασθενείς αλλά και τις οικογένειές τους σε έναν καθημερινό, άνισο, σχεδόν υπεράνθρωπο αγώνα.
Παγκοσμίως 47 εκατομμύρια άνθρωποι ζουν με άνοια, αριθμός που θα αυξηθεί δραματικά λόγω της αύξησης του προσδόκιμου επιβίωσης. Στη χώρα μας υπάρχουν σήμερα 200.000 άτομα με άνοια και ο αριθμός αυτός μέχρι το 2050 αναμένεται να ξεπεράσει τις 600.000 (στοιχεία από την Εταιρία Alzheimer Αθηνών).
Επιπρόσθετα, η περίοδος του λοκντάουν επιδείνωσε δραματικά την κατάσταση των ασθενών και το φορτίο των φροντιστών, καθώς απορρύθμισε την καθημερινότητά τους.
Στόχος του Μασκ: Τα εργασιακά δικαιώματα
Η απόφαση του FDA χαρακτηρίστηκε υψηλού ρίσκου, καθώς μέρος της επιστημονικής κοινότητας και των ρυθμιστικών αρχών θεωρεί πως δεν υπάρχουν ακόμα επαρκή στοιχεία για τα κλινικά οφέλη ως προς την επιβράδυνση της νόσου.
Βέβαια δεν είναι η πρώτη φορά που επιλέγονται τέτοιες διαδικασίες. Σύμφωνα με ρεπορτάζ του ΑΠΕ, ο FDA έχει χορηγήσει ταχεία έγκριση σε περισσότερα από 250 σκευάσματα από το 1992, κυρίως για σπάνιες νόσους ή περιορισμένες αριθμητικά ομάδες ασθενών που δεν διέθεταν αποτελεσματικές θεραπείες, ζητώντας ταυτόχρονα από τις φαρμακευτικές εταιρίες να πραγματοποιήσουν επιπλέον δοκιμές.
Η διαφορά στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι ο υψηλός αριθμός των εν δυνάμει ασθενών και το μεγάλο κόστος για τα συστήματα Υγείας. Μπορεί όμως το κόστος να αποτελεί ανασταλτικό παράγοντα σε μια θεραπεία που θα σώσει τόσες ζωές; Οι κοινότητες των ασθενών χαιρέτισαν την απόφαση καθώς εκτιμούν ότι η έγκριση αυτή θα οδηγήσει σε επιπλέον επενδύσεις και από άλλες εταιρίες.
Είναι μια επανάσταση λένε και ποιος μπορεί να σταθεί απέναντί τους και να τους πει ότι βιάστηκαν ή ότι γίνεται για την «κονόμα των εταιριών»; Τέτοια θέματα χρειάζονται, εκτός από επιστημοσύνη, και υψηλή ενσυναίσθηση. Και αν κάποιοι διαθέτουν την πρώτη, υστερούν σοβαρά στη δεύτερη…
*Η Δέσποινα Κονταράκη είναι αρχισυντάκτρια του Ελεύθερου Τύπου
Από την έντυπη έκδοση
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, ανά πάσα στιγμή στο EleftherosTypos.gr