Γράφει η Δέσποινα Κονταράκη*
Ποιος ζει, ποιος πεθαίνει μετά το 2019». Τάδε έφη Κώστας Ζουράρις στο ρ/σ «Παραπολιτικά». Λοιπόν, σύμφωνα με τις στατιστικές, κατά μέσο όρο πεθαίνουν κάθε χρόνο στην Ελλάδα περισσότεροι από 100.000 άνθρωποι (121.212 το 2015) και γεννιούνται περίπου 90.000 (91.847 το ίδιο έτος). Αρα το 2019 θα έχουμε σίγουρα λιγοστέψει, αλλά δεν θα έχουμε αφανιστεί. Εκτός κι αν ο κύριος Ζουράρις είναι οπαδός του Κέινς, σύμφωνα με τον οποίο μακροπρόθεσμα είμαστε όλοι νεκροί. Οπότε ας μη μας νοιάζει τίποτα εκτός από το σήμερα.
Πέρα από τους ολίγον μακάβριους αστεϊσμούς, πράγματι μέχρι το 2019 θα έχουν αλλάξει πολλά σε αυτή τη χώρα. Πιθανόν να έχουν αλλάξει και νωρίτερα, το 2018 ή ακόμα και φέτος. Το προσδόκιμο ζωής της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ φθάνει στο τέλος του και στις επόμενες εκλογές θα γεννηθεί μια άλλη κυβέρνηση. Μήπως λοιπόν για τα στελέχη της κυβέρνησης και του ΣΥΡΙΖΑ το ζητούμενο είναι απλά να μη χρεωθούν εκείνοι τα νέα μέτρα, αλλά να τα φορτώσουν στην επόμενη κυβέρνηση; Είναι ένα πολύ ιδανικό για το κόμμα της Κουμουνδούρου σενάριο. Οχι όμως και για τη χώρα.
Οταν λοιπόν ο υφυπουργός Παιδείας λέει πως «εάν πούμε ότι οποιαδήποτε επιβάρυνση αρχίσει μετά το 2019, σημαίνει ότι κερδίσαμε δύο χρόνια», σημαίνει πως ο ΣΥΡΙΖΑ κέρδισε δύο χρόνια. Ομως η πολιτική που ασκείται σήμερα, οι νόμοι που ψηφίζονται, τα χαράτσια που νομιμοποιούνται υποθηκεύουν το μέλλον των επόμενων γενεών σε δημοσιονομικό και σε κοινωνικό επίπεδο. Οσο για το ότι «διαπραγμάτευση σημαίνει αντίσταση», έως ένα βαθμό έχει δίκιο. Αρκεί η διαπραγμάτευση να γίνεται με ρεαλισμό, αξιοπιστία, πρόγραμμα και χωρίς το φόβο του πολιτικού κόστους. Αλλιώς είναι 17 ώρες διαπραγμάτευσης από τις οποίες γυρνάς με ένα νέο Μνημόνιο.
*Η Δέσποινα Κονταράκη είναι αρχισυντάκτρια του Ελεύθερου Τύπου
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου