Γράφει ο Πάνος Αμυράς*
Τα δάνεια που χορηγούνται από τις τράπεζες είναι μετρημένα, παρά το γεγονός ότι αφενός οι καταθέσεις αυξάνονται σημαντικά, λόγω των ιδιότυπων συνθηκών που επικρατούν στη λιανική αγορά, και αφετέρου έχουν λάβει ρευστότητα από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ύψους άνω των 40 δισεκατομμυρίων ευρώ, με αρνητικό μάλιστα επιτόκιο.
Είναι χαρακτηριστικό ότι για πρώτη φορά ύστερα από τη δεκαετή περίοδο της μνημονιακής κρίσης, ο λόγος δανείων προς καταθέσεις, που αποτελεί και έναν από τους βασικότερους δείκτες αντοχών του πιστωτικού συστήματος, υποχώρησε σημαντικά κάτω από το 100%, που σημαίνει ότι υπάρχουν κεφάλαια για χρηματοδότηση της οικονομίας και μέσω της αποταμίευσης.
Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, στο ενδεκάμηνο Ιανουαρίου-Νοεμβρίου οι καταθέσεις αυξήθηκαν κατά 15 δισεκατομμύρια ευρώ (10,8% σε ετήσια βάση) φτάνοντας τα 158,6 δισεκατομμύρια και πλησιάζοντας τα επίπεδα του 2014, ενώ τα νέα δάνεια που χορηγήθηκαν από την αρχή του έτους δεν ξεπερνούν τα 4,5 δισ.
Θυμίζουμε ότι το 2015 ήταν η χρονιά των μεγάλων εκροών κεφαλαίων λόγω της αβεβαιότητας που προκαλούσε η τυχοδιωκτική διαπραγμάτευση της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, με αποτέλεσμα οι καταθέσεις να μειωθούν κατά 23% στα 123 δισεκατομμύρια ευρώ.
Σε ό,τι αφορά το παρόν, το μεγαλύτερο μέρος της ρευστότητας που έχουν αντλήσει από την ΕΚΤ οι εγχώριοι όμιλοι δεν κατευθύνθηκε σε αναπτυξιακές πρωτοβουλίες αλλά χρησιμοποιήθηκε είτε για αγορά άλλων χρηματοοικονομικών προϊόντων με θετικά επιτόκια είτε για κάλυψη εσωτερικών αναγκών ή αγορά ομολόγων.
Σύγχυση ταυτοτήτων, απώλεια ισορροπίας
Ο λόγος που προβάλλουν οι τραπεζίτες για τη ρηχή χρηματοδότηση της οικονομίας είναι ότι δεν υπάρχουν πολλές βιώσιμες προτάσεις από την αγορά και ότι οι έκτακτες συνθήκες της πανδημίας επιβάλλουν συνετή διαχείριση, ιδίως όταν το πιστωτικό σύστημα είναι φορτωμένο με το βουνό των «κόκκινων» δανείων.
Ωστόσο η πραγματική οικονομία απαιτεί κεφάλαια για να μπει σε τροχιά επανεκκίνησης, ενώ αρκετές μικρομεσαίες επιχειρήσεις, αλλά και νέοι επαγγελματίες, που θέλουν να μπουν στην αγορά αναλαμβάνοντας επενδυτικές πρωτοβουλίες, βλέπουν απέναντί τους ένα σύστημα από εχθρικό έως αδιάφορο.
Τα επιτόκια δανεισμού παραμένουν σε πολύ υψηλά επίπεδα, κυμαίνονται για επιχειρήσεις και επαγγελματίες από 5% έως 7% όταν ο πληθωρισμός είναι αρνητικός και τα επιτόκια καταθέσεων μηδενικά για τους περισσότερους αποταμιευτικούς λογαριασμούς.
Η ΕΚΤ χρηματοδοτεί τις τράπεζες της ευρωζώνης προκειμένου να μεταφέρουν τη ρευστότητα στην αγορά, αν όμως τα κεφάλαια τελικά επιστρέφουν στη Φρανκφούρτη με τη μορφή ταμειακών διαθεσίμων, όπως συνήθως πράττουν οι Ελληνες τραπεζίτες, ή στριφογυρίζουν μεταξύ λογαριασμών του ευρωσυστήματος, τότε ο φαύλος κύκλος της υποχρηματοδότησης μεγαλώνει, όταν ο σκοπός του φθηνού χρήματος είναι ακριβώς ο αντίθετος, να διοχετευθεί στην αγορά και να στηρίξει νέες επενδυτικές πρωτοβουλίες.
Το πρόβλημα είναι μεγάλο και απασχολεί τη διοίκηση της Τραπέζης της Ελλάδος, που πρέπει να αναλάβει δράση πιέζοντας για την αναπτυξιακή χρήση των κεφαλαίων. Το ίδιο, βέβαια, οφείλει να πράξει το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης ώστε να μπουν οι τράπεζες στην εξίσωση της αναπτυξιακής επανεκκίνησης, ειδάλλως το δυναμικό τμήμα της αγοράς και οι νέοι επαγγελματίες θα βρεθούν στο περιθώριο.
*Ο Πάνος Αμυράς είναι διευθυντής του Ελεύθερου Τύπου
Από την έντυπη έκδοση