Γράφει ο Στέφανος Τζανάκης
Ακόμα και οι νεότεροι -που ασφαλώς δεν έχουν τα βιώματα της δεκαετίας του ’60 και του ’70- μπορούν με χίλιους τρόπους να δουν τι συνέβαινε τότε και πως η Ομόνοια ήταν το κέντρο μιας Αθήνας που μεταμορφωνόταν σε μεγαλούπολη, με νέους κατοίκους που συνέρρεαν εκεί, μέσω της εσωτερικής μετανάστευσης. Ηταν ένα σημείο ελπίδας για ένα καλύτερο αύριο – όμως εδώ και πολλά χρόνια είναι η πρωτεύουσα του αθηναϊκού περιθωρίου.
Το «εμπορικό κέντρο» στις ταινίες του ’50 και του ’60, παρά τη σχεδόν γενικευμένη φτώχεια, που έδιωξε χιλιάδες Ελληνες και Ελληνίδες στο εξωτερικό, ήταν ένα μέρος για να ζεις.
Σήμερα, η πλατεία είναι πια μια παραφωνία ανάμεσα στα «γύρω» – τα περισσότερα κτίρια είναι κατασκευάσματα της εποχής της χούντας, όταν η συγκεκριμένη «αρχιτεκτονική» θριάμβευε εξαλείφοντας τη νεοκλασική κληρονομιά του κέντρου, με ελάχιστες εξαιρέσεις.
Το σχέδιο του Δήμου Αθηναίων για την ανάπλαση της περιοχής είναι μεγαλεπήβολο – και ασφαλώς θα δώσει στην περιοχή κάτι από τη θαλπωρή του παρελθόντος. Ομως, πρέπει να συνοδευτεί από ένα ακόμα πιο μεγαλεπήβολο πλάνο για την απόλυτη ανάπλαση του κέντρου – ένα έργο εθνικό, που ξεφεύγει από τις δυνατότητες του δήμου.
Δρόμος χωρίς γυρισμό…
Μέσα στα χρόνια, έχουν γίνει προσπάθειες από το υπουργείο Πολιτισμού, αλλά και από ιδιωτικά κεφάλαια, που απέδωσαν κάποιες μικρές γειτονιές-θαύματα στην Πλάκα και στο Μοναστηράκι, ακόμα και στο Γκάζι.
Ομως, πρόκειται για εξαιρέσεις που επιβεβαιώνουν τον κανόνα της χουντικής αισθητικής, η οποία στοιχειώνει το κέντρο της Αθήνας σε πολύ μεγάλο βαθμό. Ναι, χρειάζονται πολλά χρήματα για μια συνολική ανάπλαση και η συγκυρία δεν είναι ευνοϊκή: ο κορονοϊός φέρνει μεγάλη ύφεση και τα χρήματα θα χρειαστούν για τη στήριξη των επιχειρήσεων και των εργαζομένων.
Μα, ένα τέτοιο έργο θα στήριζε χιλιάδες επιχειρήσεις – και φυσικά η απόσβεση θα ήταν πολύ γρήγορη σε μία «νέα Αθήνα», που θα συνέδεε τον εαυτό της με το παρελθόν της.
*Ο Στέφανος Τζανάκης είναι διευθυντής έκδοσης του Ελεύθερου Τύπου
Από την έντυπη έκδοση