Θυμίζουμε ότι μέχρι τις εκλογές του Ιουλίου οι υπηρεσίες της Κομισιόν εκτιμούσαν για φέτος ότι το δημοσιονομικό κενό προσέγγιζε τα 500 εκατ. ευρώ και για του χρόνου ανέβαζαν τη διαφορά στο 1 δισ. ευρώ. Ομως τους τελευταίους τρεις μήνες τα έσοδα σημείωσαν σημαντική αύξηση παρά το γεγονός ότι είχαμε μείωση του ΕΝΦΙΑ και μείωση των φόρων για τις επιχειρήσεις.
Αυτή είναι και η βασική διαφορά της σημερινής κυβέρνησης με αυτήν του ΣΥΡΙΖΑ. Η πρώτη προσδοκά αύξηση εσόδων από την ελάφρυνση της φορολογίας, ενώ η δεύτερη έκανε ακριβώς το αντίθετο: Ο,τι έλειπε από τον προϋπολογισμό το χρέωνε σε φόρους.
Η δεύτερη διαφορά είναι η κατανομή του αποκαλούμενου υπερπλεονάσματος. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη, πέραν της ενίσχυσης των οικονομικά αδυνάμων, που αποτελεί υποχρέωση του κράτους, σκέπτεται να διαθέσει τουλάχιστον το ένα τρίτο του ποσού που θα εξοικονομηθεί σε μείωση των φόρων για τις επιχειρήσεις, με πιθανότερο σενάριο τη μείωση της προκαταβολής φόρου από το 100% στο 95% για φέτος.
Η κυβέρνηση Τσίπρα είχε παραλάβει την προκαταβολή φόρου στο 55% και την αύξησε στο 100% την περίοδο διακυβέρνησής της, εξουθενώνοντας πλήρως τους επαγγελματίες, αλλά τώρα ξεκινά η αναγκαία αποκλιμάκωση.
Και αυτό που έχει σημασία είναι οι ελαφρύνσεις να έχουν αναπτυξιακό χαρακτήρα. Για παράδειγμα, η επιστροφή των αναδρομικών στους συνταξιούχους από τις παράνομες μειώσεις. Να λαμβάνονται μέτρα που θα δημιουργήσουν νέα εισοδήματα, αλλά και νέες θέσεις εργασίας.
Πέραν της επιδοματικής πολιτικής θα πρέπει δηλαδή να υπάρξει και αναπτυξιακή πολιτική, η οποία θα μειώσει τις επιβαρύνσεις και θα επαναφέρει την κανονικότητα και στην οικονομία.
Από την έντυπη έκδοση