Γράφει ο Στέφανος Τζανάκης
Αυτό μας έσωσε – αλλά και μας χαντάκωσε. Είναι πια δεδομένο ότι όλες οι κινήσεις «διάσωσης» της Ελλάδας είχαν στο επίκεντρο τις ευρωπαϊκές τράπεζες, που ήταν ιδιαίτερα εκτεθειμένες στον «ελληνικό κίνδυνο» – και έτσι επιλέχθηκε ο δρόμος της εσωτερικής υποτίμησης, για μία χώρα που αντιπροσώπευε κάτι μηδενικά επί τοις εκατό του ευρωπαϊκού ΑΕΠ.
Εννέα χρόνια αργότερα, η Ευρώπη πάλι τρέμει – αλλά αυτή τη φορά με διαφορετικό συναίσθημα ως προς εμάς: ο εμπορικός πόλεμος που ξεκίνησε ο Ντόναλντ Τραμπ με την Κίνα έχει ως παράπλευρη απώλεια τις γερμανικές εξαγωγές. Το Βερολίνο αντιλαμβάνεται ότι κάτι πρέπει να κάνει – μιας και η πολιτική των υπερπλεονασμάτων από τις εξαγωγές δεν μπορεί να συντηρηθεί και δημιουργεί υφεσιακή ατμόσφαιρα στη Γερμανία.
Η γραμμή Σόιμπλε δεν έχει πια υποστηρικτές – επομένως, η επεκτατική πολιτική είναι μονόδρομος, από τη στιγμή που και η γερμανική κυβέρνηση συνεργασίας δεν είναι αποφασισμένη να αυτοκτονήσει πολιτικά, επιμένοντας σε μία σφικτή δημοσιονομική διαχείριση.
Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα άλλο που δεν ήθελε – και έσπευσε να υπερθεματίσει με νέο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων, το οποίο μάλιστα θα αφορά πλέον κυρίως τις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις και όχι τα κράτη, μιας και πλην της Ελλάδας, που έχασε το τρένο επί ΣΥΡΙΖΑ, όλοι είχαν ωφεληθεί από το πρώτο πρόγραμμα Ντράγκι.
Τι σημαίνουν όλα αυτά; Οτι η συγκυρία είναι τέτοια που οι προσπάθειες της νέας ελληνικές κυβέρνησης να πείσει ότι είναι αξιόπιστη, ότι θέλει να κάνει μεταρρυθμίσεις, ότι δεν έχει σκοπό να τινάξει την μπάνκα στον αέρα, αλλά για να τα κάνει όλα αυτά πρέπει να της δοθεί κάποιος χώρος, είναι πολύ πιο πιθανό να βρουν ευήκοα ώτα σήμερα, παρά έναν χρόνο πριν.
Βέβαια, το ματς δεν έχει τελειώσει – αλλά τώρα πια τα πάντα θα κριθούν όχι από τις δικές μας θυσίες, αλλά από την επιτυχία των άλλων…
Από την έντυπη έκδοση
*Ο Στέφανος Τζανάκης είναι διευθυντής έκδοσης του Ελεύθερου Τύπου