Γράφει η Δέσποινα Κονταράκη
Ένα μήνυμα «ευγενικά απολογητικό», όπως το χαρακτήρισε ο Mr. Δημοσκόπηση, που θα μπορούσε να εκληφθεί και ως βουβή συγγνώμη. Είχαν προηγηθεί μερικά χρόνια συστηματικής, σχεδιασμένης και στοχευμένης επιχείρησης απαξίωσης των δημοσκοπήσεων. Δημοκόποι, εντεταλμένοι των κομμάτων, αποτυχημένοι, απατεώνες ήταν μερικά από αυτά που έσουρναν στις εταιρίες οι κυβερνητικοί βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ και των ΑΝ.ΕΛ. (μην τους ξεχνάμε, τριάμισι χρόνια σχέση είχαν). Μέχρι που ήρθε η στιγμή να επιβεβαιωθεί ο Ρόμπερτ Ορμπεν: Αυτές οι εκλογές έγιναν μόνο και μόνο για να διαπιστωθεί πως οι δημοσκοπήσεις ήταν σωστές.
ΒΕΒΑΙΑ, ο Ορμπεν το είχε πει για την Αμερική του ’50 και του ‘60 και όχι για την Ελλάδα του 2019. Αλλά αν νομίζουμε πως υπάρχουν και μεγάλες διαφορές, κάνουμε λάθος. Η αμφισβήτηση των δημοσκοπήσεων είναι παγκόσμιο σπορ, με αποτέλεσμα ο Βερναρδάκης και ο Πολάκης να μοιάζουν με παίκτες επαρχιακού πρωταθλήματος. Αλλά όπως ανακαλύπτουμε τα πάντα στην Ελλάδα με μερικές δεκαετίες καθυστέρηση, έτσι ανακάλυψε και ο ΣΥΡΙΖΑ την Αμερική. Μια δική του Γη της Επαγγελίας, όπου ρίζωνε και ανθούσε ο σπόρος της αμφιβολίας, του διχασμού και της απαξίωσης. Οι εταιρίες δημοσκοπήσεων ήταν, μαζί με τα ΜΜΕ και τα παραδοσιακά αστικά κόμματα, ένας τέλειος, μαλακός στόχος. Πού έπεσαν λοιπόν έξω οι δημοσκοπήσεις; Ποιο ήταν το κομβικό σημείο που τις καταδίκασε στα μάτια της κοινής γνώμης; Ηταν το περίφημο δημοψήφισμα του 2015, όταν παρουσίαζαν το αποτέλεσμα ως ντέρμπι, ενώ ο αγώνας ήταν χαμένος από τα αποδυτήρια.
ΤΙ ΕΙΧΕ ΣΥΜΒΕΙ λοιπόν τότε; Πρώτον, το χρονικό διάστημα από την προκήρυξη του δημοψηφίσματος μέχρι τη διενέργειά του ήταν εξαιρετικά μικρό για να υπάρξει επαρκής μεθοδολογική προσέγγιση. Δεύτερον, δεν είχε υπάρξει ξανά στην Ελλάδα τέτοιου είδους αναμέτρηση, άρα ούτε και επιχείρηση εκτίμησης ψήφου για ένα -κατά βάση- κοινωνικό και συναισθηματικό δίλημμα. Τρίτον, κυριότερο και σπουδαιότερο, η σχεδόν εμμονική καμπάνια υπέρ του «Ναι», η οποία προβλημάτισε και φόβισε εκείνους που ήθελαν να ψηφίσουν «Οχι». Αποτέλεσμα, οι συγκεκριμένοι ψηφοφόροι να μην απαντούν ή να δίνουν ανειλικρινείς απαντήσεις στους ερευνητές, οδηγώντας με μαθηματική ακρίβεια στην αστοχία υλικού. Στο ερώτημα λοιπόν «ποιος έφταιγε;» είναι σε θέση να απαντήσει μόνο εκείνος που ξέρει αν η κότα έκανε το αβγό ή το αβγό την κότα.
Ντόναλντ Τραμπ και Δαλάι Λάμα
ΘΑ ΑΝΑΡΩΤΗΘΕΙ, όμως, εύλογα κάποιος, γιατί το έπαθαν και στην Αγγλία που κοιμήθηκαν με Remain και ξύπνησαν με Brexit; Γιατί το έπαθαν στην Αμερική με τον Τραμπ; Εδώ θα πρέπει να υπάρξει μια παραδοχή: Οτι σε ακραίους πολιτικά καιρούς, υπάρχουν ακραίες αποφάσεις, αντιδράσεις και συμπεριφορές, τις οποίες δεν μπορούν να ανιχνεύσουν οι επιστήμες της Στατιστικής και των Μαθηματικών. Απαιτείται η συνδρομή της Κοινωνιολογίας. «Δεν έχουμε μεθοδολογικά εργαλεία για να αξιολογήσουμε και να διαχειριστούμε ακραίες καταστάσεις», έγραφε τότε ο Δημήτρης Μαύρος, παραπέμποντας ακόμα και σε εταιρίες ερευνών που ενώ ήταν ευνοϊκές προς τον ΣΥΡΙΖΑ, έδειχναν τα ίδια περίπου αποτελέσματα. Κάτι άλλο λοιπόν πήγαινε στραβά.
ΣΤΟΝ ΑΝΤΙΠΟΔΑ, οι δημοσκόποι στη Γαλλία προέβλεψαν με απόλυτη επιτυχία την περίπτωση Μακρόν. Εκεί όμως συνυπήρξε η… Αγία Τριάς των προϋποθέσεων: Πρώτον, οι εταιρίες οργανώθηκαν έναν ολόκληρο χρόνο πριν από τις προεδρικές εκλογές. Δεύτερον, συνεργάστηκαν με κολοσσούς της ψηφιακής τεχνολογίας και των Κοινωνικών Ερευνών και τρίτον, δεν τις απαξίωσε κανείς από το γαλλικό πολιτικό σύστημα. Άρα δεν υπήρξε διάρρηξη των σχέσεων με την κοινωνία των πολιτών.
ΕΝ ΚΑΤΑΚΛΕΙΔΙ: Ήταν η 26η Μαΐου η δικαίωση των εταιριών δημοσκοπήσεων; Ας πούμε απλά πως ήταν σίγουρα ένα καλό βήμα για την επιστροφή στην κανονικότητα.
*Η Δέσποινα Κονταράκη είναι αρχισυντάκτρια του Ελεύθερου Τύπου
Από την έντυπη έκδοση