Γράφει η Άννα Παναγιωταρέα
Αν ο Ελευθέριος Βενιζέλος παντρεύτηκε την Ελενα από έρωτα ή αν ο Περικλής Ξανθίππου είχε όφελος από τα κατασκευαστικά έργα που εκτέλεσε στην Αθήνα; Αν η ζωή του Αλκιβιάδη στα Σούσα ήταν κολασμένη;
Με αυτού του είδους τις συζητήσεις αποσυντονίζουμε απολύτως τη μία και μόνη που πρέπει να κάνουμε καθημερινά, ώσπου να φτάσουμε στις κάλπες της 26ης Μαΐου: Να αποφασίσουμε ότι ο πρωθυπουργός είναι επικίνδυνος για το τώρα και το αύριο της Ελλάδας.
Ο Αλέξης Τσίπρας -όχι ο πατέρας του, όχι ο θείος του- εξαπάτησε τους πολίτες κατά τρόπο εγκληματικό. Καλλιέργησε προσδοκίες στους εξαρτώμενους από το κράτος-προστάτη. Εταξε επιδόματα, για να έχουν την ελάχιστη απαίτηση ζωής. Υποσχόταν ότι θα εξαφάνιζε τον άδικο ΕΝΦΙΑ, βάζοντας στη φάκα των αστών τυράκι. Θα τελείωνε με το Μνημόνιο, έλεγε, ενεργοποιώντας τα αντανακλαστικά εκείνων που εκπαίδευσε να καίνε στη ΜΑΡΦΙΝ «απεργοσπάστες», να σπάζουν βιτρίνες βουτώντας ό,τι μπορούσαν, να καίνε κτίρια, που χάσκουν ανήκεστη πληγή στην καρδιά της Αθήνας.
Ινάσιο Λούλα, ο «πρεσβευτής» του Καλού
Οφείλουμε, λοιπόν, να συζητάμε καθημερινά, γιατί με ανοιχτά τα ελληνοτουρκικά ζητήματα ο Τσίπρας καθίσταται άμεσος κίνδυνος. Οντας μαθημένος στα «εύγε» των ξένων, δεν το έχει σε τίποτε να ανοίξει επικίνδυνες συζητήσεις με τον Ερντογάν που θα τον περάσει άβρεχο στο Αιγαίο.
Θέλοντας να εξασφαλίσει τη δική του θέση για την επαύριο της συντριβής του, ελληνοποιεί, σχεδόν ανεξέλεγκτα, χιλιάδες τριτοκοσμικούς και Βαλκάνιους. Δεν λαμβάνει υπ’ όψιν του την οικονομική και τη δημογραφική μας δυσπραγία, την αποστροφή των ξένων για επενδύσεις στην Ελλάδα, τη φυγή των νέων στο εξωτερικό και άλλα τινά για τα οποία αυτός ο ασύλληπτος τύπος και οι ανεπάγγελτοι που τον συνδράμουν πετούν τη λάσπη του ρατσισμού, του εθνικισμού, του φασισμού, επειδή δεν βλέπουν πέρα από την αριστερή τους τύφλα.
Να ανοίξουμε τη συζήτηση τώρα γιατί οι πολίτες εξοργίζονται με ασήμαντη αφορμή. Γιατί σπρώχνουν στον δρόμο. Γιατί φτύνουν στον δρόμο. Γιατί αντιλαμβάνονται τον δημόσιο χώρο σκουπιδοντενεκέ. Γιατί η ενδοοικογενειακή βία παραπέμπει σε σκληρές δεκαετίες του άντρα-αφέντη. Γιατί η κοινωνία μας εμφανίζει σημάδια παρακμής, κόπωσης, εμμονών, απογοήτευσης και απελπισίας; Οδηγείται έντεχνα σε καχυποψία και άρνηση της συμφιλίωσης. Οσα, δηλαδή, επιβάλλει η ανάγκη να βγούμε από τον φαύλο κύκλο της συνεχούς στέρησης και αναξιοπιστίας.
Το πρόβλημά μας δεν είναι η οικογένεια Τσίπρα. Δεν υπάρχει οικογενειακή η ευθύνη. Είναι η απάθεια του πρωθυπουργού για τον θάνατο 24 ανθρώπων στη λάσπη της Μάνδρας, που όλο τους ξεχνάμε. Είναι η ανήθικη νυχτερινή εκπομπή (με τη μισή κυβέρνηση-γλάστρες και τη Δούρου «στραβή») που μιλούσε σαν κομμένη κεφαλή: «Αγνοούσε» τους νεκρούς, πιστεύοντας ότι η προπαγανδιστική διαχείριση θα τους «έκρυβε» και από τα μάτια μας. Κι έπειτα κουρασμένος ανοίχτηκε στα πέλαγα κάτω από τη βρετανική σημαία του κότερου. Με νοιάζει ότι ακολουθούσε το παράδειγμα των κομμουνιστών της Σοβιετίας και των δικτατόρων της Λατινικής Αμερικής, των φίλων του, όπου οι πολυτελείς διακοπές τους αποτελούν κρατικό μυστικό. Η Δημοκρατία είναι που θίγεται άμεσα.
Δεν γίνεται το πρωί να καμώνεσαι τον υπερασπιστή φτωχών και αδυνάτων και το βράδυ να συντρώγεις με εκείνους που καταγγέλλεις ότι πίνουν το αίμα του λαού, δηλαδή τους συνδαιτυμόνες με τους οποίους συναγελάζεσαι.
Ο λόγος περί απατεώνος που πρέπει να γίνει μάθημα στους πολίτες. Δεν γίνεται η πατρίδα και το μέλλον της να περνούν μέσα από την τσέπη μας, με δήθεν ελαφρύνσεις και να μας φαίνονται γλυκά τα άθλια ψέματα. Στις 26 Μαΐου ένα μας μένει: Να σώσουμε την πατρίδα με την ψήφο μας. Και κάτι ακόμη:
«Και να αδερφέ μου
που μάθαμε να κουβεντιάζουμε
ήσυχα, ήσυχα κι απλά.
Καταλαβαινόμαστε τώρα
δε χρειάζονται περισσότερα».
Οι στίχοι του Γιάννη Ρίτσου δεν έχουν θέση στον διχαστικό λόγο που άρθρωσε ο Τσίπρας στη Βουλή κάνοντας υπουργούς και ΣΥΡΙΖΑ όλους Πολάκη. Είναι οι στίχοι που εμείς οφείλουμε να κάνουμε πράξη…
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου της Κυριακής