Γράφει ο Πάνος Αμυράς
Οι εκκλήσεις και προκλήσεις τώρα του Μαξίμου για «ντιμπέιτ» μεταξύ Τσίπρα και Μητσοτάκη δεν έχουν καμία αξία ούτε σε επίπεδο εντυπώσεων αλλά κυρίως και σε επίπεδο ουσίας. Από τη στιγμή που οι «τζίφρες» έπεσαν στις Πρέσπες και ο πρωθυπουργός δεν είχε ενημερώσει κανέναν πολιτικό αρχηγό, ας συνεχίσει ο πρωθυπουργός τους μονολόγους του.
Και επειδή οι στρατηγοί της προπαγάνδας θυμήθηκαν το βίντεο με το «ντιμπέι» του Αλέφαντου, πράγματι το αίτημα του Μαξίμου για «ντιμπέιτ» παραπέμπει στο γνωστό παράπονο του παλαίμαχου προπονητή γιατί δεν του βγαίνει στο τηλέφωνο ο Δούρος για το πέναλτι στο ντέρμπι.
Οταν πέρυσι οι δυνάμεις της αντιπολίτευσης ζητούσαν τη σύγκληση του Συμβουλίου Πολιτικών Αρχηγών ο κ. Τσίπρας απέρριπτε τα αιτήματα, δηλώνοντας μάλιστα σίγουρος ότι από αυτή τη διαδικασία δεν θα προέκυπταν στοιχεία συναίνεσης. Σκόπευε να διαλύσει τη Νέα Δημοκρατία, τώρα που βρίσκεται αντιμέτωπος με τη συντριπτική πλειοψηφία των πολιτών προσπαθεί να μοιραστεί το κόστος.
Ωστόσο, Συμβούλια Πολιτικών Αρχηγών συνεκλήθησαν στα Σκόπια και από τα πρακτικά τους, που δημοσιοποιήθηκαν από την «Καθημερινή» τον περασμένο Οκτώβριο, πληροφορηθήκαμε πως οι γείτονες αναγνώριζαν ως μεγάλη ευκαιρία για τη χώρα τους τις παραχωρήσεις που δεχόταν η κυβέρνηση Τσίπρα.
Για το θέμα της δήθεν «μακεδονικής γλώσσας» ο υπουργός Εξωτερικών της FYROM, Ντιμίτρι Ντιμιτρόφ, έλεγε τον περασμένο Μάιο, απευθυνόμενος προς τους πολιτικούς αρχηγούς:
«Η Ελλάδα στο Σούνιο έκανε μια σημαντική παραχώρηση. Καθώς η κυβέρνηση είναι έτοιμη να ονομάσει τη “μακεδονική γλώσσα ως μακεδονική γλώσσα” και την υπηκοότητα ως μακεδονική/πολίτες της Δημοκρατίας της Μακεδονίας του Ιλιντεν».
Το Ιλιντεν το αποφύγαμε μόλις το εκστόμισε τηλεφωνικώς ο κ. Τσίπρας στους αρχηγούς της αντιπολίτευσης, όμως τη «μακεδονική γλώσσα» και «ταυτότητα» τη χάσαμε, με αποτέλεσμα σήμερα η κυβέρνηση να επικαλείται αστείες δικαιολογίες. Οτι τάχα η Ελλάδα είχε παραχωρήσει τη γλώσσα σε ένα διεθνές συνέδριο γλωσσολόγων του ΟΗΕ το 1977 για τον τρόπο μετάφρασης γεωγραφικών περιοχών σε λατινική γραφή. Ο ΣΥΡΙΖΑ, δηλαδή, έχρισε τον Μπαμπινιώτη «διπλωμάτη» που υπέγραψε μία τόσο σοβαρή αλλαγή, και εάν αυτό ίσχυε από το 1977 γιατί σε μία συμφωνία που αφορούσε αποκλειστικά το ονοματολογικό χρειάστηκε η Ελλάδα να δεσμευθεί για την αναγνώριση «μακεδονικής γλώσσας», ούτε καν «βορειομακεδονικής». Μία γλώσσα που είναι κράμα σλαβικής και βουλγαρικής «βαπτίζεται» ως «μακεδονική».
Σύγχυση ταυτοτήτων, απώλεια ισορροπίας
Αστείο είναι και το επιχείρημα του Μαξίμου ότι υπάρχει διευκρίνιση στη ρηματική διακοίνωση που έστειλαν την προηγούμενη εβδομάδα τα Σκόπια, σύμφωνα με την οποία η «μακεδονική ιθαγένεια» δεν προσδιορίζει «εθνότητα». Αλήθεια, τότε οι κάτοικοι της «Βορείου Μακεδονίας» σε ποια εθνότητα ανήκουν;
Αλλωστε ο Ζόραν Ζάεφ, πριν από ένα χρόνο, όταν μίλησε στο Συμβούλιο Πολιτικών Αρχηγών της χώρας του, ήταν σαφής για την ευκαιρία που δεν έπρεπε να χάσουν τα Σκόπια:
«Πώς θα είναι η Ελλάδα μετά τις εκλογές; Στην εξουσία θα είναι η Νέα Δημοκρατία με τον Κυριάκο Μητσοτάκη, ο οποίος έχει σπουδάσει στη Δύση. Πρέπει να βιαστούμε. Οσο τσακωνόμαστε τα πράγματα γίνονται πιο εύκολα για τους Ελληνες. Είναι εύκολο για εκείνους να μας μπλοκάρουν όταν τους παρέχουμε επιχειρήματα».
Εάν θέλει ο κ. Τσίπρας ας κάνει τηλεοπτική συζήτηση με τον κ. Ζάεφ να ρωτήσει για το ποια θα είναι η ταυτότητα των κατοίκων της Βορείου Μακεδονίας. Και εάν ο πρωθυπουργός της FYROM δεν απαντήσει «μακεδονική» τότε θα αναγνωρίσουμε δημοσίως ότι η κυβέρνηση πέτυχε στις διαπραγματεύσεις της.
Ο Πάνος Αμυράς είναι ο διευθυντής του Ελεύθερου Τύπου
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου
[dynamic-sidebar id=”post-area-diabaste”]