Γράφει η Δέσποινα Κονταράκη
Αυτό προέβλεπε μία από τις παλαιότερες διατάξεις του Ποινικού Κώδικα, από τις αρχές του προηγούμενου αιώνα, που κρατούσαμε με το ζόρι στη ζωή έως πρόσφατα. Δεν ισχύει όμως το ίδιο για δεκάδες άλλους νόμους που έρχονται από το βάθος του χρόνου, υπηρετώντας ανάγκες και ήθη άλλων εποχών. Οπως ο νόμος που χρονολογείται από το 1950 και αφορά στους καταχραστές δημόσιου χρήματος, με το οποίο καταδικάστηκε σε κάθειρξη 10 ετών η καθαρίστρια από τον Βόλο. Ποινή που ήταν η κατώτερη που προβλέπει ο νόμος 1608/50, ο οποίος φθάνει τα ισόβια, ενώ στην πρώτη του μορφή προέβλεπε και την ποινή του θανάτου. Τελικά, η 53χρονη γυναίκα αφέθηκε ελεύθερη, αφού παρενέβη η «κανονιστική δύναμη της πραγματικότητας» και όσες εξουσίες υπάρχουν σε αυτή τη χώρα: Μέχρι και η τέταρτη εξουσία του Τύπου.
ΑΝ Η ΥΠΟΘΕΣΗ της γυναίκας δεν λάμβανε τόση έκταση από τα ΜΜΕ, θα ήταν ακόμα στη φυλακή. Ετσι, κινητοποιήθηκαν ο νομικός και ο πολιτικός κόσμος της χώρας, κοινωνικοί φορείς και η ίδια η εισαγγελέας του Αρείου Πάγου. Η γυναίκα κέρδισε το σημαντικότερο, την ελευθερία της, έχασε βέβαια όλα τα υπόλοιπα. Τα ένσημα μιας ολόκληρης ζωής, τα οποία κέρδισε παρέχοντας, και όχι κλέβοντας, εργασία. Ασφαλώς και έπρεπε να της επιβληθεί κάποια ποινή, αφού διέπραξε αδίκημα, έστω και αν ήταν η παραποίηση του απολυτηρίου μιας τάξης, ώστε να φαίνεται ότι τελείωσε το Δημοτικό. Το οποίο, παρεμπιπτόντως, η Δήμητρα Τσιαντάκη όντως το τελείωσε αργότερα στη ζωή της και τώρα έχει γραφτεί και στο Γυμνάσιο. Ομως, η αναντιστοιχία του αδικήματος με την ποινή κατήργησε κάθε έννοια λογικής και δικαιοσύνης. Πόσω μάλλον όταν υπάρχουν δεκάδες άλλες τέτοιες περιπτώσεις, οι οποίες δεν είδαν το φως της δημοσιότητας και άρα δεν ευεργετήθηκαν από την «απονομή χάριτος» της κοινωνίας, ή παραπλήσιες όπως του ΕΚΑΒίτη που καταδικάστηκε πρωτοδίκως σε 30 χρόνια φυλάκιση.
Η Δώρα, η Γαρυφαλλιά και αύριο;
ΕΙΝΑΙ ΠΡΟΦΑΝΕΣ πως οι νόμοι δεν εφαρμόζονται από μηχανές, αλλά από ανθρώπους, οι οποίοι έχουν τη συναισθηματική και δικαιακή νοημοσύνη να τους ερμηνεύουν. Πολλές φορές, βέβαια, τους ερμηνεύουν λανθασμένα ή ψυχρά, σαν άλλοι δικαστές Ντρεντ. Ο αείμνηστος καθηγητής Βασίλης Φίλιας έγραφε ότι μπορεί ο νόμος να διατυπώνεται χωρίς να λαμβάνεται υπόψη συγκεκριμένο πρόσωπο, όμως εφαρμόζεται κατά περίπτωση από το δικαστή. «Η αντιφατικότητα αυτή μόνο ως ένα βαθμό είναι πραγματική, διότι ο δικαστής, παρά την ανελαστικότητα της νομικής αποτύπωσης, έχει περιθώρια αφενός ερμηνείας του περιεχομένου, αλλά και του νοήματος του νόμου (ratio legis), αφετέρου ενός διακριτικού περάσματος μεταβαλλόμενων αντιλήψεων της κοινωνίας, το οποίο, ιδιαίτερα όσον αφορά στην εφαρμογή του Ποινικού Νόμου, εκφράζεται στην επιμέτρηση της ποινής» (από τον πρόλογο του βιβλίου «Ο Ποινικός Κώδικας για τον Πολίτη» των Αντώνη Μαγγανά και Γρηγόρη Λάζου, εκδ. «Παπαζήση»).
ΚΑΙ ΠΑΜΕ στο διά ταύτα: Πότε θα αλλάξουν ο Ποινικός Κώδικας και ο Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, όπως έχουν υποσχεθεί όλες οι ηγεσίες του υπουργείου Δικαιοσύνης; Η νομοπαρασκευαστική επιτροπή έχει ήδη παραδώσει την πρόταση και πρόκειται για μια αναμόρφωση που ζητούν όλοι: Νομοθέτες και δικαστές, δικηγόροι και πολιτικοί. Αν αργήσει και άλλο, αναζητώντας ίσως μια καλή «προεκλογική» στιγμή, τότε δεν θα είναι απλώς άλλη μια αργοπορημένη απονομή Δικαιοσύνης, αλλά υπόθεση στα όρια της πολιτικής αρνησιδικίας.
*Η Δέσποινα Κονταράκη είναι αρχισυντάκτρια του Ελεύθερου Τύπου
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου της Κυριακής
[dynamic-sidebar id=”post-area-diabaste”]