Γράφει ο Λυκούργος Χατζάκος
Παρά τις περί αντιθέτου απόψεις, το δημογραφικό shock το οποίο υπέστη, δεν έχει ως αποκλειστικό αίτιο την οικονομική (δημοσιονομική) κρίση. Θα μπορούσε να ειπωθεί ότι η κρίση ήταν η αφορμή· η παράμετρος επιταχύνσεως των γεγονότων. Οι αιτίες όμως αυτής της έκπτωσης έχουν βαθύτερη προέλευση και εκκινούν από παλαιότερη περίοδο. Και θα εξηγήσω γιατί υποστηρίζω αυτή την άποψη.
Το ΠΑΣΟΚ, συγκροτήθηκε ως κόμμα εξουσίας και το χρονικό διάστημα 1981-2004, κατέστη το κυρίαρχο πολιτικό κόμμα (dominant party). Ας σημειωθεί εδώ ότι η έννοια του κόμματος εξουσίας, ειδικώτερα για το ΠΑΣΟΚ, συνίσταται από δύο, κυρίως, χαρακτηριστικά: ένα ποσοτικό κι ένα ποιοτικό. Το ποσοτικό χαρακτηριστικό έχει να κάνει με τη μακροχρόνια παραμονή του κόμματος στην εξουσία και το ποιοτικό, το οποίο αναφέρεται στο ρόλο και στη σημασία που είχε αυτός ο πολιτικός σχηματισμός στην μακρόχρονη διαδικασία άρσης και θεραπείας των τραυμάτων του εμφυλίου πολέμου και συνακολούθως, στην διεύρυνση της νομιμοποιητικής βάσεως του Πολιτεύματος.
Ενδεχομένως, με το ΠΑΣΟΚ στην κυβέρνηση, ο λαός να μην ήρθε στην εξουσία, όμως, η ηττημένη πλευρά του εμφυλίου ήρθε στο προσκήνιο της πολιτικής και οικονομικής δραστηριότητας και η Δημοκρατία απέκτησε τα ισχυρά θεμέλια πράγμα, το οποίο μέχρι τότε ήταν ζητούμενο.
Δεν παραβλέπεται το γεγονός ότι ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ξεκίνησε το 1974 μία ουσιαστική και αποτελεσματική προσπάθεια εκσυγχρονισμού και εκδημοκρατισμού της χώρας, αλλά η περίοδος ουσιαστικής συμφιλίωσης εκκινεί από τον Οκτώβριο του 1981 και εμπεδώνεται έκτοτε η πεποίθηση στους πολίτες ότι η Ελληνική Δημοκρατία μπορεί να σταθεί ισότιμα με τις φιλελεύθερες, δυτικές δημοκρατίες. Αυτό, σε συνδυασμό και με άλλα στοιχεία, έδωσε στο ΠΑΣΟΚ την απόλυτη κυριαρχία και ο ιδιότυπος «τριτοδρομικός» σοσιαλισμός, τον οποίο παρουσίασε -έχοντας λειάνει τις γωνίες θεώρησης των υποστηρικτών του υπαρκτού σοσιαλισμού-, ενίσχυε τα δυναμικά αποθέματα μιας συλλογικής ταυτότητας, η οποία είχε τις αναφορές της κατά κύριο λόγο στον αντιδεξιό προσανατολισμό, την εθνική υπερηφάνεια και την ανάδειξη του «λαού» στην θέση του πολιτικά κυρίαρχου δρώντος.
Αυτό έδωσε την δυνατότητα στο ΠΑΣΟΚ και τον Α. Παπανδρέου να δημιουργήσουν ένα ισχυρό πολιτικό ρεύμα αλλαγής, γεγονός που ούτως ή άλλως θα συνέβαινε αφού και το ΠΑΣΟΚ όχι, μόνον, αξιοποιούσε στον μέγιστο δυνατό βαθμό την βιωματική ιδεολογία της μεγάλης πλειοψηφίας των πολιτών, αλλά ήταν και το ίδιο ένας πολιτικός σχηματισμός, ο οποίος συγκροτήθηκε με ίδιο συστατικό την αντιδεξιά -και σε κάποιο βαθμό αντιδυτική-, βιωματική ιδεολογία. (άρα είναι όμηρος αυτής της πραγματικότητας και δεν μπορεί να ανασυνταχθεί;) Γεγονός είναι ότι, ο συνδυασμός της ακτινοβολίας της προσωπικότητας του ιδρυτή του, του Ανδρέα Παπανδρέου και η πολιτική παροχών και θεραπείας εμφυλιοπολεμικών αποκλεισμών που ακολούθησε, προσέδωσαν στο ΠΑΣΟΚ, το μέγεθος της κυβερνητικής αυθεντίας και συνακολούθως την πολιτική κυριαρχία για μακρά χρονική περίοδο. Η μακρά, αυτή παραμονή στην εξουσία, δημιούργησε το κατάλληλο έδαφος ώστε από κόμμα βιωματικής ιδεολογίας, να εξελιχθεί σε χώρο ιδεολογίας συμφερόντων.
Η μεγάλη πύκνωση των τάξεών του οφείλεται αφ’ ενός, στην δυνατότητα του σχηματισμού και την ακτινοβολία του Ανδρέα Παπανδρέου, να καλλιεργούν προσδοκίες στο εκλογικό σώμα με πειστικό τρόπο, αλλά, αφ’ ετ’ ετέρου, εμπεριείχε ως κίνητρο και την αναγνώριση δυνατότητας για την εξυπηρέτηση συμφερόντων. Το Κίνημα δεν μπόρεσε να αποτρέψει την αυτοπαγίδευσή του.
Ένα κόμμα εξουσίας, με στόχο την πολιτική ηγεμονία, είναι υποχρεωμένο να αναλάβει τον συντονισμό των υπαρχόντων ή και ακόμη, να δημιουργήσει ομάδες συμφερόντων, γεγονός που στην πράξη οδηγεί σε μία αμφίδρομη συναλλαγή, ιδίως κατά την περίπτωση που οι ομάδες αυτές αφορούν σε κάποιου είδους δημόσια παροχή. Αναπόφευκτα, στον κατάλληλο φορέα διακυβέρνησης συνάπτεται μία άτυπη συμφωνία, κατά την οποία το κόμμα διατηρεί τον έλεγχο της γενικής πολιτικής αρμοδιότητας, αλλά, η εκάστοτε ομάδα συμφερόντων ασκεί τον βασικό λειτουργικό έλεγχο, έστω και κατά το αναγκαίο, εκείνο ποσοστό, το οποίο θα διασφαλίσει την διατήρηση και ενδεχομένως την διεύρυνση των κεκτημένων προνομίων της.
Αυτή η πρακτική διαμορφώνει κατά περιπτώσεις ένα ιδιότυπο πολιτικό άβατο, το οποίο προστατεύεται από την νομοθετική ασάφεια, την δαιδαλώδη γραφειοκρατία και την πολιτική διαφθορά. Συνεπώς και στην περίπτωση του ΠΑΣΟΚ, η διάλυση των κομματικών οργανώσεων και η συνακόλουθη νέκρωση της ιδεολογικής και πολιτικής διεργασίας επέφερε δυσαναπλήρωτο έλλειμμα στην παραγωγή νέων, πολιτικών στελεχών, πράγμα το οποίο ήταν ζωτικής σημασίας για την ανανέωση και ιστορική συνέχεια του σχηματισμού, καθ’ όσον τα ήδη υπάρχοντα πολιτικά στελέχη απορροφήθηκαν από το Κράτος και την Κυβέρνηση και συνυπολογιζομένης της απαξίας για την συμμετοχή στα πολιτικά κόμματα της πλειοψηφίας των πολιτών, αποστερήθκε ο χώρος από εκείνες τις υγιείς δυνάμεις που θα διασφάλιζαν την εξέλιξή του.
Η εκλογική ήττα του 1989, ως απόρροια της προηγουμένης διακυβέρνησης, είχε αναμφίβολα στρατηγικό βάθος, αλλά, η παρουσία του Ανδρέα Παπανδρέου, εξισορρόπησε τις άμεσες απώλειες και σε συνδυασμό με την άστοχη κίνηση της συγκυβέρνησης να οδηγήσει την ηγεσία του ΠΑΣΟΚ στο Ειδικό Δικαστήριο με στοιχεία άνευ βαρύτητας και αξίας, έδωσε την δυνατότητα να περιοριστεί η ζημιά στο ελάχιστο.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο το ΠΑΣΟΚ δεν έχασε κατά την φάση εκείνη, το πολύτιμο στοιχείο της «κυβερνητικής αυθεντίας», δηλαδή, εκείνου του μεγέθους δυνάμει του οποίου οι πολίτες μπορούν να εμπιστευτούν τη διακυβέρνηση της χώρας τους σ’ ένα συγκεκριμένο κόμμα και το προτεινόμενο από αυτό πολιτικό προσωπικό, στοιχείο το οποίο και καθορίζει το βάθος της στρατηγικής ήττας για ένα κόμμα εξουσίας. Και να καταστήσουμε σαφές ότι η κυβερνητική αυθεντία δεν ταυτίζεται και ούτε πρέπει να συγχέεται με την εκλογική επιρροή, η οποία είναι και κατά περίπτωση συγκυριακό φαινόμενο μιας και ακόμη και ένα κόμμα διαμαρτυρίας μπορεί στο βαθμό που οι συνθήκες -λαϊκή δυσαρέσκεια, αγανάκτηση κ.λπ.-, του επιτρέπουν να την αποκτήσει.
Προφανώς, για ένα κόμμα εξουσίας η διάσταση της εκλογικής επιρροής είναι πάντοτε ζωτικής σημασίας, τόσο για τη βιωσιμότητα της πολιτικής ηγεσίας του, όσο και για τη συνοχή της κοινωνικής συμμαχίας που το υποστηρίζει. Στο πλαίσιο αυτό, η κυβερνητική αυθεντία συνθέτει το ιδεολογικό και πολιτικό στοιχείο, το οποία εξασφαλίζει τη συνοχή και τη δυναμική μιας ορισμένης κάθε φορά κοινωνικής συσπείρωσης γύρω από ένα κόμμα εξουσίας. Πρόκειται για ένα ιδεολογικό και πολιτικό μέγεθος, το οποίο συναρθρώνεται σε μια αμφίδρομη και αμοιβαία διαλεκτική σχέση μ’ ένα σύστοιχο κοινωνικό μέγεθος, δηλαδή το κόμμα εξουσίας. Τα συστατικά στοιχεία αυτού του μείγματος που αντιπροσωπεύει η κυβερνητική αυθεντία μπορούν σε γενικές γραμμές να κατανεμηθούν και να τυπολογηθούν σε δύο βασικές κατηγορίες: α) την Ηγεμονία και β) την Κυβερνησιμότητα.
Η ηγεμονία, είναι ασταθής μεταβλητή και κατά την γκραμσιανή οπτική θεώρησή τηςσηματοδοτεί την δυνατότητα ενός πολιτικού σχηματισμού να διασφαλίσει την συναίνεση ή ακόμη και την φιλική ανοχή πολιτών συναφώς με το ιδεολογικό του πρόταγμα.
Μπορεί να επιτευχθεί και να εδραιωθεί με βάση μια επιδέξια διαμεσολάβηση και σύνθεση διαφορετικών ή ακόμη και ετερόκλητων συμφερόντων ή μπορεί ενίοτε να εκφράσει τις αυθόρμητες και παρορμητικές διαθέσεις μιας κοινωνίας που διψάει γι’ αλλαγές. Η Ηγεμονία είναι η πίστη σ’ ένα κόμμα εξουσίας. Προσδίδει στο κόμμα αυτό πλειοψηφική ισχύ, ικανή να σαρώσει κάθε σοβαρό αντίλογο, όσο συνετός ή βολικός και αν ακούγεται. Απολύτως διευκρινιστική για το περιεχόμενο της Ηγεμονίας ενός κόμματος εξουσίας είναι η διάκριση μεταξύ «ιδεολογίας συμφερόντων» και «βιωματικής ιδεολογίας», προκειμένου να μελετηθούν ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του αντίστοιχου κάθε φορά κοινωνικού συνασπισμού, όπως η ταξική ομοιογένεια ή η κοινωνική διαστρωμάτωση του.
Στην περίπτωση μιας ιδεολογίας συμφερόντων συναθροίζονται γύρω από ένα είδος οραματικού ή προγραμματικού συμβολαίου συγκεκριμένες κάθε φορά ομάδες συμφερόντων. Αυτό το ιδεολογικό συμβόλαιο είναι συνήθως το προσχηματικό πεδίο, στο οποίο οι ομάδες συμφερόντων διατηρούν τα προνόμιά τους και ασκούν τον ουσιαστικό έλεγχο σ’ ένα συναφή κάθε φορά τομέα της δημόσιας διακυβέρνησης. Το κόμμα εξουσίας επιτυγχάνει την Ηγεμονία του είτε συντονίζοντας είτε και πολλές φορές δημιουργώντας αυτές τις ομάδες συμφερόντων. Όμως στην πράξη πρόκειται για μια αμφίδρομη συναλλαγή, ιδίως όταν οι ομάδες συμφερόντων αφορούν σε κάποιου είδους δημόσια παροχή.
Η ιδεολογία συμφερόντων εκδηλώνεται, με αρνητικό τρόπο, κάθε φορά που το κόμμα εξουσίας θα επιχειρήσει ν’ ανακτήσει για λογαριασμό της αρμοδιότητάς του και το σχετικό έλεγχο. Τότε καμία ομάδα συμφερόντων δεν θα συμβιβαστεί με το ρόλο μιας μάχης χαρακωμάτων για τα κεκτημένα προνόμια της, αλλά θα κηρύξει μια σταυροφορία, ας πούμε εναντίον μιας υποτιθέμενης διακινδύνευσης του δημόσιου ή κοινωφελούς χαρακτήρα ενός αγαθού ή μιας παροχής. Αυτό τα προσχηματικό πεδίο αντιπαράθεσης, απλώς υπενθυμίζει στο κόμμα εξουσίας το συμβατικό κεκτημένο της ιδεολογίας των συμφερόντων, το οποίο, αν και συνάφθηκε με δική του πρωτοβουλία, τώρα με δική του ευθύνη διαταράσσεται και παραβιάζεται.
Η ιδεολογία συμφερόντων, όταν υποκρύπτει τη συναλλαγή αρμοδιότητας – ελέγχου ανάμεσα σ’ ένα κόμμα εξουσίας, το οποίο ασκεί για μεγάλο χρονικό διάστημα κυβερνητικά καθήκοντα, και σε μια συγκεκριμένη ομάδα συμφερόντων του λεγόμενου δημόσιου τομέα, οδηγεί συνήθως σε μια αντίστοιχη συρρίκνωση του δημόσιου χώρου, ως χώρου ανάδειξης και εξυπηρέτησης του γενικού δημοσίου συμφέροντος. Κατά κάποιον τρόπο, η δημόσια σφαίρα «ιδιωτικοποιείται» για λογαριασμό της συγκεκριμένης ομάδας συμφερόντων και αυτή η ιδιότυπη θεσμική εκτροπή θα μπορούσε να θεωρηθεί ένα είδος ολοκληρωτικής παθογένειας, ένας ολοκληρωτισμός «απ’ τα κάτω».
Σε κάθε όμως περίπτωση, η ιδεολογία συμφερόντων διακρίνεται από ένα στοιχείο «ιδεολογικής ευελιξίας», όπως εύστοχα επισημαίνει ο Hantington, ώστε μέσα από κάθε είδους γενικεύσεις και νοηματικές ακροβασίες να διασφαλίζεται η πρόσβαση σε όσο το δυνατόν μεγαλύτερα εκλογικά και πολιτικά ακροατήρια[1].
Η βιωματική ιδεολογία αντιπροσωπεύει ένα είδος Ηγεμονίας που βασίζεται στη δύναμη των ιδεών και των συμβόλων του κόμματος εξουσίας ή ακόμα και στην υπερβατική απήχηση μιας χαρισματικής ηγεσίας που συμπυκνώνει τον ιστορικό χρόνο. Η βιωματική ιδεολογία είναι πάνω από συμφέροντα, πυροδοτώντας την ανιδιοτελή προσφορά, ακόμα και τη θυσία. Οι βιωματικοί ιδεολόγοι έχουν, ωστόσο, ένα αίσθημα υπεροχής έναντι των υπολοίπων και αυτό μπορεί ευχερώς να θεωρηθεί ή έστω να οδηγήσει στην ολοκληρωτική εκτροπή.
Η θεμελιωμένη σε μια βιωματική ιδεολογία Ηγεμονία συχνά πυροδοτεί εσωστρεφείς διχόνοιες και ιδεολογικούς καυγάδες. Δεν παύει, όμως, να είναι μια σαρωτική δύναμη αλλαγής και πολιτικής κυριαρχίας. Στη βιωματική ιδεολογία ιδιαίτερη σημασία αποκτούν τα σύμβολα, όπως εύστοχα τα προσέγγισε ο Geertz, θέλοντας ν’ αποδώσει μια μαζική επικοινωνιακή, συναισθηματική και πολιτισμική ομοιογένεια[2].
Η ανωτέρω διάκριση δεν είναι ερμητική. Πολλές φορές, ένα κόμμα εξουσίας μεταπηδά από μια βιωματική ιδεολογία σε μια ιδεολογία συμφερόντων, συνήθως ένεκα της μακροχρόνιας παραμονής του στην εξουσία. Αυτή η διαδικασία μετάβασης, όποτε επισυμβαίνει σε συνθήκες άσκησης της εξουσίας, έχει επαρκώς μελετηθεί και τυπολογηθεί στο πλαίσιο της λεγόμενης «ιδεολογικής ρουτινοποίησης»[3]. Άλλοτε, τα δύο είδη ιδεολογίας συστεγάζονται κάτω απ’ την ίδια κομματική στέγη με εξόχως ενδιαφέρουσες συμπτωματολογίες στον ενδοκομματικό βίο. Τότε, όταν δηλαδή συνυπάρχουν η ιδεολογία συμφερόντων με τη βιωματική ιδεολογία, ένα κόμμα εξουσίας εμφανίζεται περισσότερο διχασμένο απ’ ότι το εκλογικό σώμα στο σύνολό του.
Αυτός ο εσωτερικός διχασμός μπορεί, κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες και προϋποθέσεις, να δικαιολογήσει την εκλογική κατάρρευση του κόμματος αυτού, αρκεί η ηγεσία του να πιστωθεί την –υποκειμενική ή αντικειμενική- αδυναμία ν’ ανταποκριθεί στις ελάχιστες προδιαγραφές και των δύο μορφών ιδεολογίας, δηλαδή όταν πάψει να συναθροίζει ομάδες συμφερόντων και να συγκινεί ανιδιοτελείς ιδεολόγους, κάτι που συνέβη στο ΠΑΣΟΚ ως συνέπεια της δημοσιονομικής κρίσεως, την οποία εκλήθη να διαχειρισθεί, με ομολογουμένως όχι και τον καλύτερο τρόπο και τις καλύτερες επιλογές προσώπων, όχι τόσο για την χώρα, όσο για αυτή καθαυτή την ύπαρξή του.
Η -επάλληλη ή διαδοχική- αλλά σε κάθε περίπτωση εγγενής συγκρουσιακή σχέση μεταξύ βιωματικής και ιδεολογίας συμφερόντων μπορεί ευχερέστερα να μελετηθεί στο πλαίσιο της «ιδεολογικής ρουτινοποίησης». Στην περίπτωση αυτή διαλαμβάνουν αξιοσημείωτες μεταλλάξεις στην οργανωτική δομή ενός κόμματος εξουσίας.
Η παραγωγή πολιτικής και η λήψη αποφάσεων, ως ενδοκομματική δημοκρατική διαδικασία, σταδιακά είχε ατροφήσει και μετατοπισθεί προς τις πολιτικές-εκτελεστικές λειτουργίες του κράτους. Το κόμμα, ιδεολογικά και πολιτικά απονευρωμένο, είχε αφεθεί στο να διαμεσολαβεί προς το κράτος με βάση συμφέροντα και πελατειακά δίκτυα. Το κόμμα έγινε συνέχεια του κράτους, υπηρετώντας μικροκομματικές, πελατειακές και εκλογικές σκοπιμότητες.
Ευνοήτως, η … «κρατικοποίηση» του κόμματος συνεπάγεται και τον διορισμό κρατικών αξιωματούχων. Οι κρατικοί αξιωματούχοι δεν υπόκεινται σε καμία διαδικασία επιλογής, αντίστοιχη με εκείνη των πολιτικών κομματικών στελεχών, τα οποία θέτουν εαυτόν υπό την κρίση του προσωπικού του κόμματος κατά την εξέλιξη των εσωκομματικών εκλογικών διαδικασιών και αξιολόγησης. Οι κρατικοί αξιωματούχοι, επιλέγονται από τα ηγετικά στελέχη και μέσω αυτών, τα ηγετικά, αυτά, στελέχη διευρύνουν τα περιθώρια ελέγχου του κόμματος και η κομματική εσωτερική διεργασία καταρρέει και στην δημόσια σφαίρα επικυριαρχούν τα ΜΜΕ.
Όμως, η πλέον επικίνδυνη συνέπεια της εξελίξεως αυτής, εντοπίζεται στο σημείο που η ηγεσία αποκόπηκε από κάθε δημοκρατικό έλεγχο της βάσης και η δημοκρατική νομιμοποίησή της διολίσθησε στην αυθαιρεσία ενός κλειστού ηγετικού πυρήνα. Συνέπεια τούτου, ήταν η εξέλιξη του άλλοτε ζωντανού κινήματος σε έναν σχηματισμό κρατικών στελεχών δίχως μέλη εφ’ όσον καμιά κομματική οργάνωση δεν έχει την ισχύ ενός υπουργικού περιβάλλοντος ή μιας διοικούμενης από κομματικά στελέχη υπηρεσίας.
Και όσο το «ιδεολογικά ρουτινοποιημένο» ΠΑΣΟΚ βρισκόταν ή προσέγγιζε την εξουσία -συνεκτικό στοιχείο του φαντάσματος που αποτελούσε άλλοτε τον κραταιό ενδοκομματικό μηχανισμό του-, τα πράγματα φάνταζαν καλά. Όταν όμως και για τους λόγους που προανεφέρθησαν, η προοπτική της εξουσίας έγινε όνειρο, το κόμμα υποβιβάσθηκε σε ισχνή καρικατούρα του εαυτού του και εισήλθε σε βαθιά κρίση, μια κρίση της οποίας η διάρκεια θα είναι ανάλογη μιας πολικής νύκτας και με αμφίβολη την έλευση της ημέρας.
Από την άλλη, η Κυβερνησιμότητα αφορά πρωτίστως στην εικόνα που κυριαρχεί μεταξύ των πολιτών αναφορικά με την επάρκεια και τις δεξιότητες του προτεινόμενου από το κόμμα εξουσίας πολιτικού προσωπικού ή γενικά της ηγεσίας του.
Σε αντίθεση με την Ηγεμονία, η Κυβερνησιμότητα αποκρυσταλλώνει περισσότερο συντηρητικές ή ενίοτε και φοβικές συμπεριφορές, καθώς οι πολίτες εξαρτούν από αυτήν αισθήματα ασφάλειας και σιγουριάς για το παρόν και το μέλλον τους.
Κυβερνησιμότητα είναι η εμπιστοσύνη των πολιτών προς ένα κόμμα εξουσίας. Είναι το διάχυτο αίσθημα ασφάλειας που εμπεδώνει μια ικανή ή ενίοτε και μια χαρισματική ηγεσία. Από καθαρά κοινωνιολογική άποψη, η Κυβερνησιμότητα συγκροτείται με βάση τις πλέον συντηρητικές διαθέσεις και συμπεριφορές μιας κοινωνίας. Εδώ ελλοχεύει συνήθως το άμορφο νέφος της σιωπηρής πλειοψηφίας, έτοιμο να μεταμορφωθεί σε ανελέητη καταιγίδα κάθε φορά που θα θεωρήσει ότι απειλείται κάποιας μορφής ασφαλές κεκτημένο.
Σ΄ ένα κόμμα εξουσίας με μακροχρόνια παραμονή στην κυβέρνηση, η κυβερνησιμότητα επιφέρει εξωτερικές και εσωτερικές συνέπειες. Στην εξωτερική συμπεριφορά του κόμματος, αργά ή γρήγορα, θα κυριαρχήσει ο κομματισμός, δηλαδή η επικράτηση μιας εχθρικής θεώρησης των πολιτικών αντιπάλων[4]. Μολονότι τα κόμματα εξουσίας επιδιώκουν πάντα να διεμβολίσουν τα μικρομεσαία κοινωνικά στρώματα και για το λόγο αυτό υιοθετούν μετριοπαθείς πολιτικές θέσεις, εν τούτοις ο κομματισμός μπορεί να επιφέρει μεγάλη πόλωση στο πολιτικό σύστημα, εμφανώς δυσανάλογη με το προγραμματικό διακύβευμα των εκλογών. Η πόλωση αυτή δικαιολογείται μόνον απ’ την εδραίωση μιας πολιτικής συμπεριφοράς που προκρίνει την κατάκτηση της κυβερνητικής εξουσίας ως λάφυρο.
Οι εσωτερικές συνέπειες αφορούν κυρίως στο φαινόμενο του κυβερνητισμού, στο πλαίσιο του οποίου ένα κόμμα εξουσίας με μακροχρόνια παραμονή στην κυβέρνηση υποχρεώνεται να διατηρεί ένα στρατό από μετακλητά στελέχη, τα οποία δεσμεύονται αποκλειστικά για τη διαχείριση των κρατικών υποθέσεων και τα οποία σταδιακά εξαρτούν το ρόλο τους απ’ αυτήν. Στο επίπεδο αυτού του μετακλητού στρατού είναι αναπόφευκτο η πολιτική να συγχέεται με τις δημόσιες ή πελατειακές σχέσεις που απαιτεί η διατήρηση μιας θέσης στον κρατικό μηχανισμό. Κατ’ αυτόν, όμως, τον τρόπο ατροφεί ο εσωκομματικός βίος και η δημοκρατική λειτουργία των κομματικών οργανώσεων. Οι λειτουργίες του κόμματος «κρατικοποιούνται» και τα στελέχη του μετατρέπονται σε δημοσίους υπαλλήλους. Οι συνέπειες για τη λειτουργία και τη συνοχή του κόμματος είναι άμεσες και αναπόφευκτα ορατές.
Η κυβερνητική αυθεντία εδραιώνεται, λοιπόν, πάνω σε μια επιτυχή και εύστοχη ισορροπία μεταξύ Ηγεμονίας και Κυβερνησιμότητας, μεταξύ πίστης και εμπιστοσύνης. Αυτή η ισορροπία είναι εφικτό να επιτευχθεί σε συνθήκες μιας επαρκώς λειτουργούσας δημοκρατίας, όπου υφίσταται το συνταγματικοπολιτικό κεκτημένο της λαϊκής κυριαρχίας και των ελεύθερων εκλογών. Τόσο η Ηγεμονία, όσο και η Κυβερνησιμότητα δοκιμάζονται εν τέλει σ’ ένα εκλογικό σώμα, δηλαδή στους συγκροτημένους σ’ ένα συνταγματικό όργανο πολίτες που έχουν και ασκούν το γενικό εκλογικό δικαίωμα.
Είναι, ως εκ τούτου, καθοριστικής σημασίας η σχέση μεταξύ δημοκρατικής νομιμοποίησης και κυβερνητικής αυθεντίας[5].
Πρόκειται αναμφίβολα για ιδεολογικοπολιτικά μεγέθη, τα οποία όμως αναφέρονται σε διαφορετικά λειτουργικά και συστημικά επίπεδα. Η δημοκρατική νομιμοποίηση αφορά στην γενική αποδοχή των θεσμών ενός πολιτικού συστήματος από τους πολίτες του, ενώ η κυβερνητική αυθεντία στους όρους επικράτησης μιας συγκεκριμένης πολιτικής και εκλογικής επιλογής, η οποία αντιπροσωπεύεται από ένα κόμμα εξουσίας. Με άλλα λόγια, η κυβερνητική αυθεντία συμπυκνώνει και εξειδικεύει τη δημοκρατική νομιμοποίηση, όσον αφορά το κάθε φορά πλειοψηφικό ρεύμα του εκλογικού σώματος.
Η ήττα του 2012 είχε στρατηγικό βάθος και σήμαινε πολύ απλά την απώλεια της κυβερνητικής αυθεντίας, γεγονός που οδηγούσε το ΠΑΣΟΚ σε μια μακροχρόνια, αλλά σταθερά πτωτική πορεία εκλογικής και πολιτικής συρρίκνωσης. Σήμερα, δεν αμφισβητήται απλώς η κυριαρχία του, ως μόνιμου κυβερνητικού πυλώνα, αλλά πολύ περισσότερο η θέση του ως κόμμα εξουσίας.
Η απώλεια της κυβερνητικής αυθεντίας βρήκε το ΠΑΣΟΚ χωρίς αυθύπαρκτη εσωκομματική αυτονομία, ως αποτέλεσμα της μακροχρόνιας και εκτεταμένης εμπλοκής του στο κράτος.
Επίσης, θα πλήξει το βασικό κεκτημένο του σοσιαλιστικού προτάγματος εφαρμόζοντας ένα εκτεταμένο πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων και μείωσης του κρατικού και κοινωνικού–θεσμικού τομέα της οικονομίας. Οι ασθενέστερες οικονομικά κοινωνικές ομάδες θα βιώσουν δραματικές μειώσεις του βιωτικού επιπέδου και υψηλή ανεργία. Όπως είναι φυσικό, αυτές συνθέτουν τα παραδοσιακά κοινωνικά ερείσματα πολιτικών σχηματισμών του Προοδευτικού χώρου, καθώς ένα ισχυρό δίκτυο οικονομικών και πελατειακών σχέσεων εξασφάλιζε την εκλογική υπεροχή του κόμματος στις τάξεις τους. Οι περιοριστικές πολιτικές θα διαρρήξουν οριστικά τις σχέσεις του ΠΑΣΟΚ με αυτά τα κοινωνικά στρώματα, εκμηδενίζοντας τους πολύπλοκους συσχετισμούς μιας ιδεολογίας συμφερόντων.
Η αποκοπή του ΠΑΣΟΚ από τα παραδοσιακά κοινωνικά ερείσματά του σε συνδυασμό με την οργανωτική του «διάχυση» στο κράτος κατέστησε αδύνατη μία πολιτική και προγραμματική ανασυγκρότησή του, καθώς και την αναζήτηση νέων κοινωνικών αναφορών[6].
Ακόμη, απώλεσε σταδιακά κάθε συμμαχικό-παραταξιακό βάθος και οδηγήθηκε σε πολιτική απομόνωση. Συνήθως, τα μεγάλα κόμματα εξουσίας αντιπροσωπεύουν ένα ευρύτερο παραταξιακό κεκτημένο, το οποίο λειτουργεί είτε ως «δεξαμενή» ψήφων, είτε ως πεδίο εξασφάλισης πολιτικών και κατ’ επέκταση κυβερνητικών συμμάχων.
Τέλος, η ιδεολογική ρουτινοποίηση αποστέρησε από τους Εργατικούς κάθε ικανότητα επικοινωνίας με ηλικιακά νεότερα ακροατήρια, τα οποία τους «γύρισαν την πλάτη». Η γήρανση των στελεχών και των μελών του κόμματος δεν είναι απλώς, ηλικιακή, αφού ακόμη και νεότερης ηλικίας στελέχη έχουν στρεβλή εικόνα για την συμμετοχή τους, αφού προσήλθαν στις τάξεις του ΠΑΣΟΚ όταν αυτό ήταν όχι απλώς Κυβέρνηση, αλλά Κράτος.
Γεγονός ότι η ανάρρηση της κ. Γεννηματά στην ηγεσία του ΠΑΣΟΚ, «έκλεισε την τρύπα» διαρροών, οι οποίες, αν συνεχιζόταν η κατάσταση θα οδηγούσαν σε πλήρη και αναπόδραστη διάλυση το πάλαι ποτέ κραταιό πολιτικό σχηματισμό στον χώρο. Όμως, αυτό πλέον δεν είναι αρκετό. Όπως, επίσης δεν αρκεί και ο μηρυκασμός παλαιών πρακτικών ή η στερεότυπη επανάληψη ανάγκης για … «νέους» ή νέα ονομασία.
Απαιτείται ουσιαστική επανεκκίνηση της πολιτικής και ιδεολογικής διεργασίας στο εσωτερικό του φορέα, με στόχο την συγκρότηση σύγχρονων πολιτικών θέσεων για τα ουσιαστικά προβλήματα (π.χ. παιδεία, πρόνοια, αναπτυξιακό σχεδιασμό), προτάσεις για την επίλυσή τους και την πλήρωση των θεσμικών δημοκρατικών ελλειμμάτων της χώρας (κοινωνικός έλεγχος της εξουσίας, διοικητικό σύστημα κ.λπ.).
Σ.Σ.: Το κείμενο αυτό, είναι προϊόν προβληματισμού και πολλών συζητήσεων που είχαμε το χρονικό διάστημα 2010-2015, με τον αείμνηστο φίλο και σύντροφο Βασίλη Γκίκα, καθ’ όσον χρόνο μελετούσε για την κατάρρευση του Εργατικού Κόμματος του Ισραήλ, περίπτωση η οποία παρουσιάζει πολλά κοινά με την περίπτωση του ΠΑΣΟΚ.
[1] Πρβλ. Hantington, S.: Political Order in Changing Societies, Εκδ. Yale University Press, New Haven1968
[2] Πρβλ. Geertz, C.: The Interpretation of Cultures, Εκδ. Perseus, New York 1973, σελ. 193 κ.επ. και ιδίως 311 κ.επ.
[3] Πρβλ. Feuer, L.S.: The Conflict of Generation, Εκδ. Heinemann 1969, σελ. 18, Weissbrod, L.: From Labor Zionism to New Zionism: Ideological Change in Israel, στο: Theory and Society, τομ. 10, Νο 6 (Νοέμβριος 1981), σελ. 777 – 803
[dynamic-sidebar id=”post-area-diabaste”]