Γράφει ο Λυκούργος Χατζάκος
Είναι πράγματι, απορίας άξιον τι ακριβώς υπάρχει στον εγκέφαλο των εμπνευστών της παρωδίας αυτής και της ανάγκης να στηθεί όλο αυτό το πανηγύρι εγκλεισμού των ενδιαφερομένων. Τούτο, διότι, ακόμη και αν αποτελεί την αιχμή του δόρατος για την επικείμενη παρουσία του Πρωθυπουργού στην ΔΕΘ –καταλαβαίνετε: τσακίσαμε την διαπλοκή, τους έχουμε και άλλα τινά-, ελάχιστη και απολύτως πρόσκαιρη θα είναι η απόδοση.
Κατ’ αρχάς, κανείς εχέφρων δεν αμφιβάλει ότι έπρεπε να μπει τάξη και κανόνες στο τηλεοπτικό τοπίο. Όμως, επίσης κανείς δεν παίρνει σοβαρά το επιχείρημα περί διασφαλίσεως διαφάνειας. Τι είναι πιο διαφανές; Μία διαδικασία που εξελίσσεται ενώπιον όλων ή εκείνη, η οποία πραγματοποιείται εντός 4 τοίχων, δίχως κανείς να γνωρίζει τι διαμείβεται εντός; Ποια η σκοπιμότητα λοιπόν; Μόνον η επίδειξη του βαλκάνιου «ψευτοτσαμπουκά» της πολιτικής ηγεσίας και ενδεχομένως η εκπομπή –εμμέσως και παρεμπιπτόντως- του μηνύματος ότι «αν γουστάρουμε σας κλειδώνουμε και σε 4 τοίχους…».
Επί της ουσίας, ο όλος κυβερνητικός χειρισμός πάσχει. Και πάσχει εκτός από το διαδικαστικό κομμάτι και επί της αρχής. Κανείς ουσιαστικός λόγος υφίσταται για τον περιορισμό του αριθμού των τηλεοπτικών σταθμών σε 4. Το επιχείρημα οικονομικής βιωσιμότητας με βάση για την διαφημιστική πίττα, μόνον απεγκεφαλισμένοι αποδέχονται. Τούτο διότι, κανείς δεν εγγυάται την εξ ίσου κατανομή της στους 4 σταθμούς –εκτός και αν η κυβέρνηση βάλει όριο στο ποσό που θα μπορεί να εισπράττεται από ένα κανάλι-, ενώ, η παρουσία των θεματικών σταθμών μειώνει επίσης, το ποσό της πίττας αυτής.
2014 και 2024, ομοιότητες και διαφορές
Αν δηλαδή, ένας σταθμός, για λόγους που συνδέονται με τους κανόνες της αγοράς πετύχει να πάρει το 40% ή το 60% των 200 εκμ. της διαφημιστικής πίττας, οι υπόλοιποι, πάλι δεν θα καταφύγουν σε δανεισμούς προκειμένου να συνεχίσουν να υπάρχουν; Και από αυτή την πίττα, πόση θα δικαιούνται οι θεματικοί σταθμοί; Γιατί δεν κινήθηκε η κυβέρνηση στην κατεύθυνση της οριοθέτησης των δανεισμών; Μήπως γιατί αφού χάθηκε η πρώτη ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών (εκείνη που έγινε επί κυβερνήσεως Σαμαρά-Βενιζέλου), με απόλυτη και αποκλειστική ευθύνη της σημερινής κυβέρνησης και οι διοικήσεις των τραπεζών ΔΕΝ ανήκουν, πλέον, στην Ελληνική πλευρά;
Ακόμη, με βάση τα δεδομένα, 3 εν λειτουργία σταθμοί θα κλείσουν –όπως είπε η κυβερνητική εκπρόσωπος. Επομένως, ακόμη 1000, τουλάχιστον, άνεργοι θα συμβάλλουν στην διασφάλιση της ήδη κεκτημένης Ελληνικής πρωτιάς στην ανεργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ακόμη, σε μία οικονομία σε διαρκή ύφεση υπάρχει η πολυτέλεια να χαθούν τα εκατομμύρια που καταβάλλονται σε ετήσια βάση στα ασφαλιστικά ταμεία; Και εν πάση περιπτώσει, να δεχθούμε ότι αυτό πρέπει να το υποστούμε γιατί πρέπει να «μπει τάξη».
Όμως, θα είναι έτσι; Φυσικά όχι. Γιατί, οι σταθμοί που δεν θα λάβουν άδεια, μπορεί να αποκλεισθούν από την πλατφόρμα της Digea, αλλά κανείς δεν μπορεί να τους απαγορεύσει να εκπέμψουν σε άλλη πλατφόρμα (ΟΤΕ, Nova, Κυπριακή κ.λπ.) ή ακόμη και να δημιουργήσουν δική τους, δίχως να απαιτείται η καταβολή συνδρομής για την θέασή του. Θα συνεχίσει να λειτουργεί, λοιπόν και μάλιστα με μειωμένο κοστολόγιο και απολυμένους εργαζόμενους, με τις ευλογίες της κυβέρνησης. Άρα τι πέτυχε;
Ένα άλλο πρόταγμα είναι η πάταξη της διαφθοράς και της διαπλοκής. Μάλιστα! Και όσα λέγονται και ΔΕΝ διαψεύδονται για τους νέου τύπου κουμπάρους και κολλητούς; Για να ρωτήσουμε τον συγκυβερνήτη και τον Ευρωβουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ, τι λένε επ’ αυτού; (διασκεδάσαμε, για μία ακόμη φορά με τον συνήθη, δακρυρροούντα υπουργό της, ο οποίος είπε στην Βουλή «δεν είμαι με τον Καλογρίτσα, με τον Καλογρίτσα είμαι», για τους πατέρα και υϊό, οι οποίοι φυσικά και δεν ενοχοποιούνται a priori). Άλλη μία πομφόλυγα!
Πέραν πάσης αμφιβολίας, η σκοπιμότητα είναι προφανής και ξεκάθαρη: έλεγχος των ΜΜΕ, ρεβανσισμός έναντι εκείνων οι οποίοι μας «κάθονται στο στομάχι», υπερφίαλη και παιδαριώδης χρήση και επίδειξη δύναμης της εξουσίας και η επιχείρηση δημιουργίας μιας νέας τάξης στα μέσα ενημέρωσης και όλα αυτά δίχως να διδάσκεται κανείς από προηγούμενες προσπάθειες. Ο Πρωθυπουργός, όμως, θα έπρεπε να λάβει υπ’ όψιν ότι ο Ανδρέας Παπανδρέου στην περίπτωση του Κοσκωτά, είχε, τουλάχιστον, το ελαφρυντικό της ασθένειάς του, ενώ ο αρμόδιος υπουργός και εμπνευστής της όλης επιχείρησης να συγκρατεί ότι εκείνος που είχε κακό τέλος ήταν ο Κουτσόγιωργας και όχι οι συνεργάτες του (ναι, οι ίδιοι είναι και σήμερα και μάλιστα με επίσημο, καίριο, θεσμικό ρόλο)…