Γράφει ο Γιάννης Ευαγγελίδης
Ωστόσο, κανείς, ούτε στην Ελλάδα ούτε στο εξωτερικό, δεν μπορεί να συμμεριστεί την αισιοδοξία που επιχειρεί να περάσει για την ελληνική οικονομία, η οποία κινδυνεύει να βρεθεί και πάλι στο μάτι του κυκλώνα με αφορμή την αρνητική διεθνή συγκυρία.
Είναι γεγονός ότι η κυβέρνηση Τσίπρα κλότσησε μια μεγάλη ευκαιρία την τελευταία τριετία, όταν το διεθνές οικονομικό περιβάλλον ήταν ευνοϊκό και οι άλλες χώρες της Ευρώπης κάλπαζαν με γοργούς αναπτυξιακούς ρυθμούς, αλλά εμείς είχαμε την καταστροφική, πλην περήφανη, διαπραγμάτευση Βαρουφάκη, τις συνεχείς καθυστερήσεις και παλινωδίες στις αξιολογήσεις και την πολιτική υπερφορολόγησης νοικοκυριών και επιχειρήσεων, σε συνδυασμό με μια σπάταλη, πελατειακή λογική διόγκωσης του κράτους με διορισμούς ημετέρων. Αυτή ήταν η συνταγή της αποτυχίας της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, που προσπαθεί τώρα να μας πείσει ότι βγήκαμε από τα Μνημόνια, βαδίζουμε προς την έξοδο από την κρίση και θα έλθουν οι μεγάλοι επενδυτές για να φέρουν τα ωραία τους λεφτά στη χώρα μας.
Ινάσιο Λούλα, ο «πρεσβευτής» του Καλού
Η σκληρή αλήθεια όμως είναι ότι η Ελλάδα δεν μπορεί να βγει στις αγορές, δεν έχει εξασφαλίσει καμία προληπτική πιστωτική γραμμή, όπως είχε η κυβέρνηση Σαμαρά, και τώρα που η κατάσταση στην Ευρώπη δείχνει να επιδεινώνεται, όπως φαίνεται και από την περίπτωση της Ιταλίας, δυσχεραίνεται και η ελληνική προσπάθεια για την ανάκαμψη.
Ο κ. Τσίπρας παρέλαβε τη χώρα με μικρή ανάπτυξη τον Ιανουάριο του 2015 και τριάμισι χρόνια μετά την έχει φέρει πολύ πιο πίσω. Με τις υπογραφές του έχει καταδικάσει συνταξιούχους και φορολογουμένους για μείωση των συντάξεων και του αφορολογήτου, αλλά και έχει υπονομεύσει τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας με τη δέσμευσή του για θηριώδη πρωτογενή πλεονάσματα τουλάχιστον μέχρι το 2022. Είναι φανερό ότι στα χέρια της επόμενης κυβέρνησης έχει φορτωθεί η «καυτή πατάτα» να αντιμετωπίσει τις υπογραφές του κ. Τσίπρα.
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου της Κυριακής
[dynamic-sidebar id=”post-area-diabaste”]