Γράφει η Δέσποινα Κονταράκη*
Ένα σχέδιο για να μετριάσει τις απώλειές της στο εκλογικό σώμα και όχι για να διασφαλίσει τις αναπτυξιακές δυνατότητες του τόπου για τις επόμενες γενιές. Η πλήρης απουσία οποιουδήποτε αναπτυξιακού σχεδίου μέσω επενδύσεων και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων πραγματικά τρομάζει. Ούτε λέξη δεν είπε στην Ιθάκη, μισή λέξη είπε στη Θεσσαλονίκη και αυτή για να περηφανευτεί για τις επενδύσεις που είχαν δρομολογηθεί από τις προηγούμενες κυβερνήσεις.
Είπε, για παράδειγμα, πως το 2017 στην Ελλάδα οι ξένες άμεσες επενδύσεις σημείωσαν ρεκόρ δεκαετίας. Συμπεριλαμβάνει άραγε σε αυτές και το «ξεπούλημα», όπως χαρακτήριζε κάποτε, των 14 περιφερειακών αεροδρομίων; Η χώρα χρειάζεται επενδυτικό σοκ για να μπορέσουν να δημιουργηθούν θέσεις εργασίας. Ομως οι επενδύσεις δεν θα έρθουν επειδή «είναι συμπαθητικοί αυτοί οι Ελληνες».
Θα έρθουν όταν υπάρχει σταθερό φορολογικό και νομοθετικό πλαίσιο, όταν επιταχυνθούν οι ρυθμοί της Δικαιοσύνης, όταν μειωθεί η γραφειοκρατία, όταν προχωρήσουν οι αποκρατικοποιήσεις. Βέβαια, όλα τα προηγούμενα προϋποθέτουν μια κυβέρνηση που σέβεται τον ιδιωτικό τομέα, όσο και τον δημόσιο, και που δεν ονειρεύεται ένα απέραντο κράτος.
Ο κ. Τσίπρας και οι υπουργοί του υπόσχονται αυξήσεις μισθών, χιλιάδες προσλήψεις, δεκάδες επιδόματα «φτώχειας» και αναστολή της μείωσης των συντάξεων. Καλά κάνουν και μακάρι να τα καταφέρουν αλλά υπάρχουν δύο «γκρίζα» σημεία: Πρώτον, ότι το μοίρασμά τους ξεκινά από το 2019 και φθάνει μέχρι το 2022, όταν δηλαδή ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θα είναι πια κυβέρνηση. Πετάει λοιπόν τις καυτές πατάτες στην επόμενη κυβέρνηση, χωρίς να έχει διασφαλίσει τη χρηματοδότησή τους.
Αυτό είναι το δεύτερο γκρίζο σημείο: Πιστεύουν πραγματικά στο Μαξίμου ότι μπορεί επ’ αόριστον αυτή η χώρα να πιάνει τα εξωπραγματικά υπερπλεονάσματα που υπέγραψαν; Οχι φυσικά. Αρα, το επιχείρημα ότι οι παροχές μπορούν να βασίζονται στα υπερπλεονάσματα είναι σχεδόν επικίνδυνο, αφού κάποια στιγμή θα πάψουν να υφίστανται. Το ίδιο περίπου ισχύει και για τις περίφημες κλαδικές συμβάσεις.
Όσες υπογραφές και αν πέσουν, αν οι επιχειρήσεις δεν δουν αύξηση του τζίρου και των εσόδων τους, πώς θα μπορέσουν να αναπροσαρμόσουν τους μισθούς των εργαζομένων τους;
Η μείωση των εργοδοτικών εισφορών είναι ένας τρόπος. Αλλά η κυβέρνηση προσπαθεί να πουλήσει «αυξήσεις» με τα λεφτά των άλλων. Τζάμπα μάγκες.
Η Δέσποινα Κονταράκη είναι αρχισυντάκτρια του Ελεύθερου Τύπου
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου
[dynamic-sidebar id=”post-area-diabaste”]