Γράφει η Δέσποινα Κονταράκη*
Θεωρητικά, ο πρωθυπουργός τούς ανέπτυξε το όραμά του για το πώς θα καταφέρει μέσα από την πολιτική του να πείσει αυτούς τους λαμπρούς Ελληνες να επιστρέψουν στην πατρίδα, προσφέροντάς τους ευκαιρίες για εργασία στην έρευνα και την καινοτομία, στις νεοφυείς επιχειρήσεις και διάφορα άλλα φιλόδοξα σχέδια. Εικάζουμε ότι η κουβέντα θα κύλησε ωραία και σε υψηλό επίπεδο, αλλά αμφιβάλλουμε αν έστω και ένας από αυτούς τους επιστήμονες έσπευσε μετά να βγάλει εισιτήριο επιστροφής για την πατρίδα.
Ινάσιο Λούλα, ο «πρεσβευτής» του Καλού
Θα προτείναμε λοιπόν στον πρωθυπουργό, την επόμενη φορά που θα βρεθεί στο εξωτερικό, στις Βρυξέλλες για παράδειγμα, να επισκεφθεί τα καταστήματα κοντά στην Grand Place. Να πιει μια παγωμένη μπίρα σε κάποιο από τα δεκάδες μαγαζιά που υπάρχουν τριγύρω ή να αγοράσει μια μπλούζα από γνωστή αλυσίδα καταστημάτων που βρίσκεται σε ένα από τα στενά της πλατείας. Δεν χρειάζεται να μιλήσει αγγλικά, διότι ίσως και οι μισοί από όσους εργάζονται εκεί είναι νέα παιδιά από την Ελλάδα. Η νέα φουρνιά μεταναστών, που τελείωσαν τις σπουδές τους και μέχρι να βρουν κάποια δουλειά στο αντικείμενό τους προσπάθησαν να βρουν απασχόληση ως πωλητές ή σερβιτόροι. Αν μιλήσει μαζί τους, θα μάθει πως στην Αθήνα έβρισκαν δουλειά σε κατάστημα με 420 ευρώ για 8 και περισσότερες ώρες, ενώ στις Βρυξέλλες με 1.600 ευρώ και τις υπερωρίες επιπλέον.
Η πρόσφατη έρευνα της Icap, η 4η κατά σειρά για το φαινόμενο της μετανάστευσης ανθρώπινου κεφαλαίου, επιβεβαιώνει ως πρώτη αιτία αναχώρησης την έλλειψη αξιοκρατίας και τη διαφθορά, με δεύτερη αιτία την οικονομική κρίση. Αλλά η βασική προϋπόθεση που έθεσαν οι ερωτώμενοι είναι η εύρεση εργασίας με αντίστοιχες αποδοχές. Ομως αυτό καθίσταται πρακτικώς αδύνατο διότι στην Ελλάδα υπερφορολογείται η εργασία, εξαιτίας της πολιτικής που ασκεί η κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της έρευνας: Ενας μισθωτός με μηνιαίο καθαρό εισόδημα 1.730 ευρώ/μήνα «κοστίζει» σε μια κυπριακή επιχείρηση 24.157 ευρώ ετησίως, ενώ σε μια ελληνική επιχείρηση 37.518 ευρώ. Κάτι αντίστοιχο θα ισχύει και για τον «ακριβοπληρωμένο» πωλητή της Rue du Chene, σε σχέση με τον εργαζόμενο των 400 ευρώ της Πανεπιστημίου. Με αυτά τα δεδομένα, λοιπόν, δύσκολα θα επιστρέψουν τα παιδιά μας. Είτε είναι επιστήμονες είτε σερβιτόροι.
*Η Δέσποινα Κονταράκη είναι αρχισυντάκτρια του Ελεύθερου Τύπου
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου
[dynamic-sidebar id=”post-area-diabaste”]