Γράφει η Δέσποινα Κονταράκη*
Αν σε αυτόν τον αστρολογικό χάρτη, προσθέσουμε και τη μοίρα των Βαλκανίων -όπου ο Ερμής είναι ανάδρομος τα τελευταία εκατό χρόνια-, τότε αντιλαμβανόμαστε πως δύσκολα θα λυθεί και φέτος το ονοματολογικό της πΓΔΜ, παρόλο που ο ίδιος το παλεύει περίπου 25 χρόνια. Σοβαρά τώρα, δεν φταίνε τα ζώδια που μέχρι σήμερα δεν φθάσαμε έστω και κοντά στη λύση του προβλήματος, αλλά με τόσα που έχουμε ακούσει και διαβάσει τις τελευταίες εβδομάδες, η αστρολογική προσέγγιση μοιάζει λιγότερο ύποπτη από τις υπόλοιπες.
ΠΑΡΟΛΟ ΠΟΥ τις ώρες που γράφονταν αυτές οι γραμμές δεν είχε γίνει ακόμα η ενημέρωση του πρωθυπουργού στους αρχηγούς των κομμάτων της αντιπολίτευσης, είναι σίγουρο πως το Σκοπιανό θα μας απασχολεί για πολύ καιρό ακόμα. Κάτι που μπορεί να κουράζει τον 79χρονο, πλέον, ειδικό διαμεσολαβητή του ΟΗΕ, Μάθιου Νίμιτς, ο οποίος βρίσκεται στο επίκεντρο του πυρός κάθε φορά που αναζωπυρώνονται οι συζητήσεις. Οι διαπραγματεύσεις ανάμεσα στις κυβερνήσεις της Ελλάδας και της πΓΔΜ και οι «φωτιές» που άναψαν ανάμεσα στην ελληνική κυβέρνηση και την αξιωματική αντιπολίτευση δεν θα μπορούσαν να αφήσουν εκτός το ρόλο του κ. Νίμιτς. Εχθρός ή φίλος; Τίποτα από τα δύο. Η απάντηση είναι διπλωμάτης, σκέτο. Χωρίς συναισθηματική λογική, χωρίς εμφανείς προτιμήσεις, αν και με αρκετές «παρασπονδίες», όπως το να αποκαλεί τους γείτονες «Μακεδόνες». Μην ξεχνάμε, άλλωστε, πως οι ΗΠΑ ήταν από τις πρώτες χώρες που αναγνώρισαν τα Σκόπια με το συνταγματικό τους όνομα. Μια αλεπού της αμερικανικής δικηγορίας και διπλωματίας, λοιπόν, που έχει υπηρετήσει μισή ντουζίνα Αμερικανούς προέδρους, από τον Λίντον Τζόνσον μέχρι τον Τζίμι Κάρτερ και τον Μπιλ Κλίντον, προφανώς δεν είναι ο άδολος φιλέλληνας που εργάζεται υπογείως για το καλό της Ελλάδας. Από την άλλη, βέβαια, δύσκολο να πιστέψουμε ότι επίσης υπογείως εξυφαίνει κάποιο σχέδιο αφανισμού του ελληνικού έθνους.
Η Δώρα, η Γαρυφαλλιά και αύριο;
ΕΝΑΣ ΑΜΕΡΙΚΑΝΟΣ επιχειρηματίας είχε πει πως «ένας διαπραγματευτής πρέπει να παρατηρεί τα πάντα. Πρέπει να είναι μισός Σέρλοκ Χολμς και μισός Σίγκμουντ Φρόιντ», ανεβάζοντας πολύ ψηλά τον πήχυ για το μπόι του Μάθιου Νίμιτς. Αλλά, ούτως ή άλλως, το Σκοπιανό, όπως το Κυπριακό τηρουμένων των αναλογιών, παραμένει άλυτο όχι επειδή ο Νίμιτς δεν ήταν αρκετός ή επειδή ο Χόλμπρουκ έφυγε νωρίς, αλλά επειδή οι διεθνείς πιέσεις, τα συμφέροντα των μεγάλων δυνάμεων και, κυρίως, η διάθεση και οι ικανότητες των κυβερνήσεων Ελλάδας και πΓΔΜ δεν ευθυγραμμίστηκαν ποτέ στην ίδια τροχιά. Η αλήθεια είναι πως οι δύο χώρες βρέθηκαν στο ίδιο σημείο πολλές φορές, αλλά ποτέ ταυτόχρονα. Οσο για τις προτάσεις ονομάτων, αυτές έρχονται και επανέρχονται στην ατζέντα ακόμα περισσότερες φορές, χωρίς να υπάρχει κάποια που να κάνει τη «μεγάλη έκπληξη». Σύμφωνα με τα όσα έχουν παραδεχθεί όλες οι πολιτικές δυνάμεις του τόπου που κάθισαν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, πλέον έχουμε δύο δεδομένα: Πρώτον, ότι έχει απορριφθεί η διπλή ονομασία και, δεύτερον, ότι έχει προκριθεί η σύνθετη έναντι όλων των χρήσεων.
«ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ τίποτα εντελώς καινούργιο, κάτι νέο μαγικό στο θέμα», παραδέχθηκε ο ίδιος στη συνέντευξή του στην ΕΡΤ, λέγοντας στην ουσία πως τα μόνα που άλλαξαν είναι η εποχή και τα πρόσωπα. Δεν είναι και λίγα αυτά, αν σκεφτούμε πως στη θέση του αδιάλλακτου Γκρούεφσκι βρίσκεται ο διαλλακτικός Ζάεφ. Και ότι η πΓΔΜ χρειάζεται σήμερα, περισσότερο από ποτέ, την ένταξή της στο ΝΑΤΟ και την Ε.Ε. Με γεμάτο καλάθι, λοιπόν, και με ευνοϊκές τις διεθνείς συγκυρίες ο Αλέξης Τσίπρας και ο Νίκος Κοτζιάς ρίχνονται στο στίβο των διαπραγματεύσεων. Πρόκειται για αβαντάζ που δεν είχαν οι προηγούμενες κυβερνήσεις, όπως η κυβέρνηση Καραμανλή που οδήγησε στην εθνική γραμμή του Βουκουρεστίου. Το πώς εκμεταλλεύονται όμως τα πλεονεκτήματα αυτά είναι μια διαφορετική, παράλληλη ιστορία στην οποία ο Νίμιτς είναι απλώς ένας γκεστ σταρ. Ο πραγματικός πρωταγωνιστής είναι η ελληνική κυβέρνηση, δηλαδή η συγκυβέρνηση, που ξεκίνησε τις διαπραγματεύσεις χωρίς ενιαία γραμμή και επιλέγοντας τον αλαζονικό αιφνιδιασμό των ελληνικών κομμάτων. Οπότε, το ερώτημα δεν είναι αν ο Νίμιτς είναι λίγος, αλλά αν η ελληνική κυβέρνηση είναι αρκετή.
Η Δέσποινα Κονταράκη είναι αρχισυντάκτρια του Ελεύθερου Τύπου
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου της Κυριακής
[dynamic-sidebar id=”post-area-diabaste”]