Γράφει ο Δρ Κωνσταντίνος Φίλης
Η διαπίστωση ότι βρισκόμαστε σχεδόν στο ίδιο σημείο με τις αντίστοιχες προτάσεις Πινέιρο και Βανς πριν από 25 χρόνια, καταδεικνύει τόσο τη δυσκολία εξεύρεσης ενός έντιμου συμβιβασμού όσο και την αποτυχία των δυο μερών να επιλύσουν οριστικά και αποτελεσματικά το ζήτημα. Πράγματι, στις νέες προτάσεις Νίμιτς φαίνεται ότι επιχειρείται μια σύνθεση ανάλογων προτάσεων του πρόσφατου ή και του μακρινού παρελθόντος, κάτι που σημαίνει ότι ενδέχεται να αποδεχτούμε μια λύση την οποία είχαμε απορρίψει παλαιότερα. Το γεγονός ότι αρκετά από τα 193 κράτη-μέλη των Ηνωμένων Εθνών έχουν αναγνωρίσει τη γειτονική χώρα ως «Δημοκρατία της Μακεδονίας» δείχνει αφενός το μεγάλο βαθμό δυσκολίας για την ελληνική διπλωματία προκειμένου να ανατρέψει την υφιστάμενη κατάσταση, αφετέρου την αδυναμία να πείσουμε, παρά τα δεδομένα ορθά ιστορικά επιχειρήματα, τη διεθνή κοινότητα για το δίκαιο των λόγων μας.
ΤΗ ΔΕΚΑΕΤΙΑ του ‘90 η πολιτική της Αθήνας χαρακτηρίστηκε, μεταξύ άλλων, αρχικά από την απόρριψη κάθε ονομασίας που θα περιλάμβανε τον όρο «Μακεδονία» και εν συνεχεία από την επιβολή εμπάργκο σε βάρος της ΠΓΔΜ, το οποίο αποσύρθηκε με την επίτευξη της ενδιάμεσης συμφωνίας. Οι συσχετισμοί στο εσωτερικό της χώρας μας δεν ευνοούσαν τις φωνές που εκτιμούσαν ότι μια μη λύση θα έφερνε τη χώρα μας σε δυσχερέστερη θέση απ’ ό,τι ένας συμβιβασμός, με επακόλουθο η Ελλάδα να βρεθεί αργότερα αντιμέτωπη με έναν ιδιαίτερα αρνητικό διεθνή συσχετισμό. Πιθανότατα έπρεπε εξαρχής να εστιάσουμε περισσότερο τις προσπάθειές μας (μέσω των αναγκαίων συμμαχιών και όχι με τρόπο αυτο-αναφορικό) ώστε να αναδείξουμε με εμφατικό τρόπο τα εμφανή στοιχεία αλυτρωτισμού που συμπεριλαμβάνονταν στο σύνταγμα της FYROM. Αντ’ αυτού η προσοχή μας ήταν στραμμένη -όχι αδίκως- στο ονοματολογικό, αν και για τον ξένο παράγοντα αυτό ήταν περίπου λυμένο αν όχι από το 1943, όταν, δηλαδή, το Αντιφασιστικό Συμβούλιο Εθνικής Απελευθέρωσης της Γιουγκοσλαβίας προώθησε την ομοσπονδοποίηση της χώρας, με μία από αυτές να είναι η «Λαϊκή Δημοκρατία της Μακεδονίας», τουλάχιστον στο χρονικό διάστημα που ακολούθησε του τερματισμού του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, όταν καλλιεργήθηκε το ιδεολόγημα του μακεδονισμού και η στρατηγική σημασία της Γιουγκοσλαβίας στη διελκυστίνδα ΗΠΑ-ΕΣΣΔ σχεδόν επέβαλε αυτή την άποψη/ονομασία.
ΤΟ 1991, στο προοίμιο του Συντάγματος της FYROM, εντοπίζεται η εξής θέση: «Η Δημοκρατία της Μακεδονίας είναι εθνικό κράτος του μακεδονικού έθνους, συνεχίζει την παράδοση του Ιλιντεν, αποτελεί νόμιμη συνέχεια της δημοκρατίας του Κρουσόβου, είναι η κοιτίδα όλων των Μακεδόνων και έχει υποχρέωση να φροντίζει όλους του Μακεδόνες που ζουν στις άλλες χώρες και στα εξωτερικά τμήματα της ενιαίας Μακεδονίας». Το εν λόγω υποτίθεται ότι έχει αποσυρθεί κατά την ενδιάμεση συμφωνία του 1995, όταν τα Σκόπια διακήρυξαν ότι το Σύνταγμά τους δεν πρέπει να ερμηνεύεται ως διεκδίκηση ελληνικού εδάφους ή ανάμιξη στις εσωτερικές υποθέσεις της Ελλάδας.
Ντόναλντ Τραμπ και Δαλάι Λάμα
Η ΜΗ ΣΥΜΦΩΝΙΑ όχι μόνο μετρίασε τη δυνατότητα της Ελλάδας να παίξει ένα ακόμη πιο πρωταγωνιστικό ρόλο στα Βαλκάνια (με τη Θεσσαλονίκη σε ρόλο κόμβου οικονομικών, εμπορικών και μεταφορικών δραστηριοτήτων στην ευρύτερη περιοχή) αλλά ταυτόχρονα αφενός δημιούργησε ένα εχθρικό κράτος στα βόρεια σύνορά της, χωρίς, μάλιστα, να μετριάσει τον αλυτρωτισμό της ΠΓΔΜ. Επίσης, της αποστέρησε διπλωματικό κεφάλαιο το οποίο θα μπορούσε να «ξοδέψει» σε άλλα, πιο επιτακτικά ζητήματα για την εξωτερική πολιτική και την εθνική της ασφάλεια. Ενώ έδωσε τη δυνατότητα σε τρίτες χώρες, όπως η Τουρκία, να προσεγγίσουν τη FYROM και να προσπαθήσουν να την προσεταιριστούν, με μία λογική πατροναρίσματός της έναντι της «εχθρικής» Ελλάδας.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΛΗ, παρά τις πολυάριθμες αναγνωρίσεις, η FYROM, προσηλωμένη στην παραχάραξη της ιστορίας και το σφετερισμό της ελληνικής Μακεδονίας και της εποχής του Μεγάλου Αλεξάνδρου, απώλεσε μια μεγάλη ευκαιρία προκειμένου να εξευρωπαϊστεί με όλα τα συνεπαγόμενα οφέλη (βλέπε οικονομία, επενδύσεις, θεσμικό εκδημοκρατισμό) μέσω μιας συμβιβαστικής φόρμουλας με την Ελλάδα. Επιπρόσθετα, εισερχόμενη σε ευρωπαϊκή τροχιά, θα μπορούσε να ανασχέσει -έστω μερικώς- την εθνοτική διαίρεση μεταξύ Σλαβομακεδόνων και Αλβανών, που σοβεί σχεδόν από τη δημιουργία της. Τα Σκόπια παρέμειναν καθηλωμένα, μετά δε την ανάληψη της πρωθυπουργίας από τον Γκρούεφκσι, το 2006, προσανατολίστηκαν σε ένα κιτς εθνικιστικό μαξιμαλισμό, ο οποίος τα έθεσε στο περιθώριο των διεργασιών. Είναι δεδομένο ότι η χαμένη δεκαετία 2006-2016 έχει ονοματεπώνυμο και αυτό είναι του Νικολά Γκρούεφσκι, ο οποίος ωστόσο «εκπαίδευσε» μια γενιά στην αντιπαλότητα με την Ελλάδα, κάτι που ενδέχεται να βρει μπροστά της η κυβέρνηση Ζάεφ.
ΑΝ ΤΕΛΙΚΑ δεν επιτευχθεί -για ακόμη μία φορά- λύση, θα πρέπει να αξιολογήσουμε προσεκτικά τα κέρδη, τις ζημιές και τις προκλήσεις σε περίπτωση που η παρούσα κατάσταση συνεχιστεί επί μακρόν.
*Διευθυντής Ερευνών Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου της Κυριακής
[dynamic-sidebar id=”post-area-diabaste”]