Γράφει ο Γιώργος Κύρτσος, ευρωβουλευτής της ΝΔ
Ενδεικτική της αρνητικής δυναμικής που έχει αναπτυχθεί είναι η επισήμανση των ερευνητών του Ιδρύματος Bertelsmann ότι την τελευταία τριετία αυξήθηκε εντυπωσιακά στην Ελλάδα η φτώχεια μεταξύ των εργαζομένων. Η ένταξη στην αγορά εργασίας γίνεται πολλές φορές με όρους που δεν εξασφαλίζουν την κάλυψη των βασικών αναγκών των εργαζομένων και των οικογενειών τους.
Η γενιά των 360 ευρώ
Με τη μέθοδο που ακολουθείται δημιουργείται σε χρόνο-ρεκόρ η λεγόμενη γενιά των 360 ευρώ. Αυξάνεται συνεχώς ο αριθμός των εργαζομένων που έχουν θέσεις μερικής απασχόλησης με μικτές αποδοχές της τάξης των 400 ευρώ, που σημαίνει καθαρές αποδοχές κοντά στα 360 ευρώ το μήνα.
Η κυβέρνηση αναγνωρίζει το πρόβλημα που δημιουργεί με την πολιτική της, αντί όμως να το αντιμετωπίσει προσπαθεί να το παρακάμψει με ψέματα και μισές αλήθειες. Εντύπωση προκάλεσε η πρόσφατη δήλωση της υπουργού Εργασίας, κ. Εφης Αχτσιόγλου, σύμφωνα με την οποία το 70% των θέσεων εργασίας που δημιουργούνται είναι θέσεις πλήρους απασχόλησης. Τα επίσημα στατιστικά στοιχεία τη διαψεύδουν εφόσον το ενδεκάμηνο Ιανουαρίου-Νοεμβρίου 2017 μόλις το 45% των νέων θέσεων εργασίας ήταν πλήρους απασχόλησης, με το 55% των νέων προσλήψεων να έχει να κάνει με θέσεις μερικής απασχόλησης και εκ περιτροπής εργασίας.
Αυτή η δραματική υποβάθμιση οφείλεται στην ουσιαστική αντικατάσταση θέσεων πλήρους απασχόλησης με θέσεις μερικής απασχόλησης και εκ περιτροπής εργασίας. Πρόκειται για μία ακόμη ελληνική ευρεσιτεχνία, η οποία οφείλεται στις μεγάλες δυσκολίες του ιδιωτικού τομέα της οικονομίας αλλά και στην εργοδοτική ασυδοσία που συνδέεται με τις μεθόδους διακυβέρνησης της τελευταίας τριετίας. Οι αρμόδιοι κυβερνητικοί παράγοντες κατακεραυνώνουν, σε επικοινωνιακό επίπεδο, όσους εργοδότες αποφεύγουν βασικές οικονομικές και κοινωνικές υποχρεώσεις τους, ενώ ο κομματικός μηχανισμός του ΣΥΡΙΖΑ, που ελέγχει σε μεγάλο βαθμό τις αρμόδιες κρατικές υπηρεσίες, κλείνει το μάτι σε όσους έχουν παραβατική συμπεριφορά. Οι καταγγελίες για τη μετατροπή τις τετράωρης εργασίας όσων έχουν θέσεις μερικής απασχόλησης σε εξάωρη ή και οκτάωρη χωρίς πλήρη ασφαλιστική κάλυψη και πολλές φορές χωρίς πρόσθετη αμοιβή πληθαίνουν χωρίς να συγκινείται η «φιλολαϊκή» κυβέρνηση.
Λιτότητα χωρίς τέλος
Σύμφωνα με τα επίσημα στατιστικά στοιχεία, το 2017 παρατηρήθηκε μείωση των μέσων αποδοχών των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα κατά 3,33% σε σχέση με το 2016. Ο μέσος μισθός των εργαζομένων έπεσε από τα 1.060 ευρώ μικτά στα 1.024, με το μέσο καθαρό μισθό να πέφτει μετά τις ασφαλιστικές εισφορές γύρω στα 860 ευρώ προ φορολογίας.
Ινάσιο Λούλα, ο «πρεσβευτής» του Καλού
Η κατάσταση αναμένεται να επιδεινωθεί εφόσον έχει δημιουργηθεί αρνητική δυναμική για τρεις βασικούς λόγους.
Πρώτον, από τη στιγμή που κυριαρχούν στις νέες προσλήψεις οι θέσεις μερικής απασχόλησης και εκ περιτροπής εργασίας μεγαλώνει η πίεση που ασκείται στις αποδοχές όσων έχουν θέσεις πλήρους απασχόλησης.
Δεύτερον, στα προαπαιτούμενα που έχει δεχτεί η κυβέρνηση Τσίπρα και προσυπογράφει ο εμφανιζόμενος ως ηγέτης της αριστερής πτέρυγας του ΣΥΡΙΖΑ, υπουργός Οικονομικών, κ. Ευκλείδης Τσακαλώτος, περιλαμβάνεται η συνέχιση της εισοδηματικής μνημονιακής λιτότητας μέχρι την ολοκλήρωση της δημοσιονομικής προσαρμογής. Αυτό σημαίνει ότι η επίσημη λήξη του δανειακού προγράμματος-Μνημονίου τον Αύγουστο του 2018 δεν θα φέρει κάποιες λογικές μισθολογικές αυξήσεις εφόσον η δημοσιονομική προσαρμογή θα συνεχιστεί, με βάση όσα έχει υπογράψει η κυβέρνηση, το 2019 και το 2020.
Στο συγκεκριμένο θέμα ο ΣΥΡΙΖΑ έπαιξε ένα ακόμη βρόμικο παιχνίδι εις βάρος των εργαζομένων, με τους ευρωβουλευτές του να ζητούν την άμεση αποκατάσταση των εργατικών, συνδικαλιστικών δικαιωμάτων που «πάγωσαν» λόγω της εφαρμογής των Μνημονίων και την κυβέρνηση να παρατείνει την εισοδηματική λιτότητα και το «πάγωμα» των συνδικαλιστικών δικαιωμάτων τουλάχιστον μέχρι το 2020.
Ανάλογη μεθόδευση ακολουθήθηκε και στο ζήτημα του ελάχιστου μισθού, την επιστροφή του οποίου στα 750 ευρώ είχε υποσχεθεί ο πρωθυπουργός, κ. Αλέξης Τσίπρας, αλλά τώρα ακολουθείται η πολιτική των δρακόντειων μνημονιακών μειώσεων, παρά το γεγονός ότι η οικονομική συγκυρία έχει αλλάξει προς το καλύτερο και επιτρέπει τη μερική ικανοποίηση ορισμένων βασικών αιτημάτων των εργαζομένων. Η αρμόδια υπουργός, κ. Αχτσιόγλου, το μόνο που λέει για το συγκεκριμένο θέμα είναι ότι μετά την ολοκλήρωση του τρίτου προγράμματος-Μνημονίου θα έχει ως… προτεραιότητα το άνοιγμα της σχετικής συζήτησης στο πλαίσιο, εννοείται, των ασφυκτικών δεσμεύσεων που έχουν αναλάβει ο κ. Τσίπρας και οι συνεργάτες του.
Τρίτον, με βάση τις δεσμεύσεις που έχει αναλάβει ο κ. Τσίπρας την 1η Ιανουαρίου του 2020 -και σε περίπτωση που δεν επιτευχθούν οι δημοσιονομικοί στόχοι νωρίτερα- θα μειωθεί δραστικά το αφορολόγητο όριο για το ετήσιο εισόδημα από κάτι περισσότερο από 9.000 ευρώ σε κάτι λιγότερο από 6.000 ευρώ. Ο υπουργός Οικονομικών, κ. Τσακαλώτος, είχε δηλώσει ότι ενδεχόμενη αποδοχή της μείωσης του αφορολόγητου ορίου από την κυβέρνηση Τσίπρα θα προκαλούσε την παραίτησή του. Ξέχασε όμως και αυτή τη δέσμευσή του για να κρατήσει την καρέκλα του και εμφανίζεται εξαιρετικά ικανοποιημένος που αυτό το μέτρο θα αρχίσει να εφαρμόζεται όταν πλέον δεν θα είναι υπουργός Οικονομικών.
Εξηγώντας το «παράδοξο»
Η πολύ σκληρή μεταχείριση των εργαζομένων του ιδιωτικού τομέα από την κυβέρνηση Τσίπρα αντιμετωπίζεται σαν παράδοξο από τους περισσότερους αναλυτές, οι οποίοι αναφέρονται στις αριστερές ιδεολογικές, πολιτικές καταβολές του ΣΥΡΙΖΑ.
Αυτό που θα πρέπει να καταλάβουν όσοι προσπαθούν να αναλύσουν τις πολιτικές επιλογές του κ. Τσίπρα είναι ότι η αριστερή ιδεολογία και το λεγόμενο φιλολαϊκό πρόσημο στις διάφορες πολιτικές αξιοποιήθηκαν για τη δημιουργία της κοινωνικής και πολιτικής δυναμικής που έφερε τον ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία χωρίς να δεσμεύουν τα ηγετικά στελέχη του. Οι επιλογές των τελευταίων προσδιορίζονται από την επιδίωξη της παράτασης της παραμονής τους στην εξουσία και τη νομή της και από έναν χαρακτηριστικό πολιτικό κυνισμό.
Πρόσθετοι λόγοι για τους οποίους η κυβέρνηση Τσίπρα έχει γυρίσει την πλάτη της στις ανάγκες των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας είναι, κατά την άποψή μου, οι εξής:
- Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει ελάχιστη επιρροή στο επίσημο και ανεπίσημο συνδικαλιστικό κίνημα και γι’ αυτό η κυβέρνηση αρνείται να κάνει παραχωρήσεις οι οποίες θα μπορούσαν να πιστωθούν πολιτικά σε στελέχη που συνδέονται πολιτικά με το ΚΚΕ, το τμήμα του παλαιού ΠΑΣΟΚ που δεν συνεργάζεται με την κυβέρνηση και τη Ν.Δ.
- Η κυβερνητική ηγεσία υποκρίνεται ότι ενδιαφέρεται για τα δικαιώματα των εργαζομένων και τα συνδικαλιστικά δικαιώματα, στην πραγματικότητα όμως αδιαφορεί σε ό,τι αφορά τον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας, όπου η δυνατότητα πολιτικής, συνδικαλιστικής και κομματικής της παρέμβασης είναι εξαιρετικά περιορισμένη.
- Φαίνεται επίσης ότι στο Μαξίμου εκτιμούν ότι η απόλυτη προσαρμογή στις υποδείξεις των Ευρωπαίων εταίρων και των πιστωτών σε ορισμένα ζητήματα διευκολύνει τη συνεννόηση σε άλλα που εμφανίζουν μεγαλύτερο ενδιαφέρον για το Μαξίμου ή εξασφαλίζει δηλώσεις Ευρωπαίων αξιωματούχων του τύπου «πηγαίνετε καλά», «προωθείτε τις μεταρρυθμίσεις», «είμαστε ικανοποιημένοι από την πρόοδο της ελληνικής κυβέρνησης», οι οποίες μπορεί να προσφέρουν πολιτικούς πόντους στην πορεία προς τις βουλευτικές εκλογές.
Η Ν.Δ. μπορεί, στις συνθήκες που περιγράψαμε, να απευθυνθεί καλύτερα σε επαγγελματικές και κοινωνικές κατηγορίες πολιτών που κρατούν μέχρι τώρα αποστάσεις από αυτήν, πραγματοποιώντας με δημιουργικό τρόπο τα πολιτικά και κοινωνικά ανοίγματα που περιγράφει σε κάθε ευκαιρία ο πρόεδρός της κ. Μητσοτάκης. Με την ευρωπαϊκή οικονομία να διανύει τον πέμπτο χρόνο σταθερής οικονομικής ανάπτυξης είναι φανερό ότι και η ελληνική οικονομία έχει αποκτήσει δυνατότητες, παρά τη μεγάλη καθυστέρηση και τη μεγάλη ζημιά που προκάλεσαν τα λάθη και οι παραλείψεις του κ. Τσίπρα, να καλύψει σε μεγαλύτερο βαθμό τις βασικές ανάγκες των εργαζομένων στον παραγωγικό ιδιωτικό τομέα.
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου της Κυριακής