Δύο είναι τα μότο που έχουμε βαρεθεί να ακούμε τα τελευταία χρόνια: Στη Δημοκρατία δεν υπάρχουν αδιέξοδα και η οικονομία είναι ψυχολογία. Το πρώτο ισχύει ως έχει, το δεύτερο ίσως χρειάζεται μια ελαφρά διόρθωση, αφού μερικές φορές η ψυχολογία της οικονομίας είναι τόσο χάλια που χρειάζεται ψυχίατρο.
Επειγόντως όμως. Η κυβέρνηση μάλιστα κάνει ό,τι μπορεί για να εντείνει αυτή την ανάγκη, αφοπλίζοντας τη βόμβα Δρίτσα λίγες ώρες πριν από το ταξίδι του πρωθυπουργού στην Κίνα, μερικά 24ωρα μετά το φιτίλι που κυκλοφορεί ελεύθερο στην αγορά και λέγεται Μαρινόπουλος και μόλις μία ημέρα πριν από την απόβαση στην Αθήνα σαράντα Γερμανών επιχειρηματιών διαθέσιμων να αναπτυχθούν στην Ελλάδα. Τέτοιος συγχρονισμός θέλει πραγματικά αριστοτέχνες ακροβάτες.
Επειδή όμως δεν είμαστε τσίρκο αλλά κράτος –έστω και χρεοκοπημένο-, θα ήταν καλύτερα αν η κυβέρνηση σταματούσε να παίζει το ρόλο του πονεμένου συριζαίου. Η χώρα χρειάζεται χρήματα, τα χρήματα έρχονται από τους επενδυτές, επενδυτής είναι η Cosco, άρα η χώρα χρειάζεται την Cosco. Οχι φυσικά με κάθε τίμημα, αλλά γι’ αυτό κυβερνούν. Για να καταλήγουν στην επωφελέστερη συμφωνία για το Δημόσιο και τους πολίτες, όχι όμως αλλάζοντας συμφωνημένους όρους στο παρά πέντε και χωρίς να έχουν ενημερώσει τον επενδυτή!
Εκτός από το λιμάνι της αγωνίας όμως, η χώρα έχει ευτυχώς, και κυρίως έχει ακόμα, επιχειρηματίες οι οποίοι όχι απλά επιβιώνουν, αλλά μεγαλουργούν κόντρα στο κακό οικονομικό κλίμα, στη φοροκαταιγίδα και την πολιτική μιζέρια. Εταιρίες, μικρές και μεγάλες, που κάνουν εξαγωγές, που παράγουν τεχνογνωσία, που επιλέγονται σε διεθνείς διαγωνισμούς, που βραβεύονται για την εταιρική κοινωνική ευθύνη ή για τις συνθήκες εργασίας που προσφέρουν στους ανθρώπους τους.
Πολλές από αυτές δεν είναι καν εγκαταστημένες στη μητροπολιτική Αθήνα, αλλά είναι βορειοελλαδίτικες, γεγονός που κάνει το επίτευγμά τους να μοιάζει με άθλο. Είναι κρίμα, λοιπόν, να κινδυνεύουν από κυβερνητικές τρικλοποδιές προς τέρψιν ενός εσωκομματικού ακροατηρίου που από καιρό μοιάζει χαμένο.