Γράφει ο Γιώργος Κύρτσος*
Το πρόβλημα είναι ότι η κυβέρνηση Τσίπρα δεν έχει δημιουργήσει το κατάλληλο πλαίσιο για να περιοριστεί το ενδεχόμενο κοινωνικό κόστος από τους πλειστηριασμούς ακινήτων. Σε όλα τα σχετικά ζητήματα κινήθηκε με λάθος τρόπο, με αποτέλεσμα να βρίσκονται οι ενδιαφερόμενοι πολίτες αντιμέτωποι με ένα τεράστιο οικονομικό κόστος και μεγάλες κοινωνικές δυσκολίες.
Οι τράπεζες
Τα πράγματα θα ήταν πολύ καλύτερα για όλους εάν δεν είχε εφαρμοστεί το 2015 το ριζοσπαστικό πείραμα Τσίπρα – Βαρουφάκη, το οποίο κατέληξε στην αποσταθεροποίηση του τραπεζικού συστήματος.
Οι συνολικές καταθέσεις μειώθηκαν κατά 40 δισ. ευρώ στα 130 δισ. ευρώ και από τότε εμφανίζουν οριακή μόνο αύξηση. Τα «κόκκινα» δάνεια εκτοξεύτηκαν στο 45% του συνόλου και η τρίτη ανακεφαλαιοποίηση έγινε με έναν τρόπο που οδήγησε στον αφελληνισμό των περισσότερων τραπεζών και στην ενίσχυση της επιρροής διαφόρων funds στη διοίκησή τους.
Ολα αυτά οδηγούν σε μια δύσκολη έως σκληρή διαχείριση των «κόκκινων» δανείων και των πλειστηριασμών που σχετίζονται με ακίνητα ακόμη και της πρώτης κατοικίας πολλών συμπολιτών μας με μεγάλες υποχρεώσεις προς τις τράπεζες, τα ασφαλιστικά ταμεία και το Δημόσιο και περιορισμένες, λόγω της κρίσης, οικονομικές δυνατότητες.
Λάθος κινήσεις
Η κυβέρνηση Τσίπρα, αφού δημιούργησε με την πολιτική της σοβαρά προβλήματα λειτουργίας στο τραπεζικό σύστημα, επιμένει σε μια στείρα πολιτική αντιπαράθεση με την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, η οποία κάνει ακόμη πιο δύσκολη μια συνεννόηση προκειμένου να γίνει λιγότερο κοινωνικά επώδυνη η διαχείριση των «κόκκινων» δανείων.
Σε αυτή τη φάση η κυβερνητική επιθετικότητα εναντίον της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας εκδηλώνεται με έναν πόλεμο λάσπης εις βάρος του διοικητή της Τραπέζης της Ελλάδος, κ. Στουρνάρα, και με πρωτοβουλίες σε ευρωπαϊκό επίπεδο κατά του ίδιου του κ. Ντράγκι με το σκεπτικό ότι ευθύνεται και για την κακή εξέλιξη του ελληνικού προγράμματος – Μνημονίου και για την έλλειψη συνεννόησης μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και του Ευρωπαϊκού Ελεγκτικού Συνεδρίου σε ό,τι αφορά τους κανόνες διαφάνειας που πρέπει να ισχύουν στην εφαρμογή προγραμμάτων – Μνημονίων.
Ινάσιο Λούλα, ο «πρεσβευτής» του Καλού
Η συνεχής αντιπαράθεση με την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα αποτρέπει πρωτοβουλίες ανάλογες με αυτές που εκδηλώθηκαν για τη διευκόλυνση των ιταλικών, ισπανικών και πορτογαλικών τραπεζών με βασικό χαρακτηριστικό την ελαστική έως δημιουργική εφαρμογή των κανόνων που ισχύουν.
Είναι χαρακτηριστικό ότι η κυβέρνηση δεν μπόρεσε να συνεννοηθεί με τους εκπροσώπους των ευρωπαϊκών θεσμών, συμπεριλαμβανόμενης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, για την προστασία από τους πλειστηριασμούς πρώτης κατοικίας συμπολιτών μας με περιορισμένα οικονομικά μέσα και μεγάλες κοινωνικές ανάγκες. Απλά έχει διατυπωθεί η ευχή να ξεκινήσουν οι τράπεζες από τους πλειστηριασμούς ακινήτων μεγάλης αξίας και να προχωρήσουν σταδιακά στους πλειστηριασμούς ακινήτων μεσαίας και μικρής αξίας. Μια ματιά στους προγραμματισμένους για τους επόμενους μήνες πλειστηριασμούς ακινήτων οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η προστασία της μικρής και της μεσαίας ιδιοκτησίας είναι θεωρητική και όχι ουσιαστική. Ετσι, όπως εξελίσσονται τα πράγματα, το κοινωνικό κόστος της διαχείρισης των «κόκκινων» δανείων προβλέπεται εξαιρετικά σημαντικό.
Επιβάρυνση
Επειδή ανοίγει ένας νέος κύκλος πιθανής πτώσης στις τιμές των ακινήτων εξαιτίας των μαζικών πλειστηριασμών, η κυβέρνηση έπρεπε να είχε δημιουργήσει ένα σχετικά ευνοϊκό περιβάλλον στην αγορά ακινήτων.
Εχασε τη μεγάλη ευκαιρία απορρίπτοντας την πρόταση Μητσοτάκη για σταδιακή μείωση του ΕΝΦΙΑ κατά 30% στη διάρκεια μιας διετίας. Το μέτρο αυτό θα έβαζε τέλος στη συνεχιζόμενη πτώση των τιμών των ακινήτων, η οποία φτάνει αθροιστικά το 40% έως 45% για τα μικρής και μεσαίας αξίας ακίνητα.
Το 2017 η πτώση των τιμών των ακινήτων έχει περιοριστεί στο 1% έως 2% αλλά η απόσταση που χωρίζει την Ελλάδα σε αυτό το ζήτημα από τις άλλες χώρες που πέρασαν τη δοκιμασία του προγράμματος – Μνημονίου είναι τεράστια. Στη διάρκεια του τελευταίου 12μήνου η αξία των ακινήτων αυξήθηκε κατά 7% στην Πορτογαλία, ενώ στη διάρκεια της τελευταίας τετραετίας η αξία των ακινήτων αυξήθηκε κατά 70% στην Ιρλανδία καλύπτοντας το μεγαλύτερο μέρος της πτώσης που σημειώθηκε εξαιτίας της κρίσης του 2008. Είναι τόσο δυναμική η αύξηση των τιμών των ακινήτων στην Ιρλανδία, ώστε έχει ζητηθεί από το τραπεζικό σύστημα της χώρας να πάρει τα αναγκαία μέτρα για να αποτραπεί η δημιουργία μιας νέας φούσκας στον τομέα των ακινήτων.
Η κυβέρνηση Τσίπρα επιμένει στην αδιέξοδη πολιτική της υπερφορολόγησης των ακινήτων, η οποία πιέζει τις τιμές τους προς τα κάτω. Σε μια χώρα με ποσοστό ιδιοκατοίκησης της τάξης του 75% τα ακίνητα ήταν μέσο οικονομικής και κοινωνικής εξασφάλισης αλλά με την πολιτική που ακολουθείται από το 2011 έχουν μετατραπεί σε ασήκωτο φορολογικό φορτίο για πάρα πολλούς ιδιοκτήτες.
Οι μαζικοί πλειστηριασμοί ακινήτων αναμένεται να ενισχύσουν την πτωτική στάση των τιμών τους. Είναι τόσο αποσταθεροποιημένη η αγορά, ώστε οι τράπεζες έχουν φτάσει στο σημείο να αγοράζουν οι ίδιες τα ακίνητα των οφειλετών που εκποιούνται για να αποτρέψουν την κατάρρευση των τιμών.
Μεγάλη δοκιμασία
Η υπονόμευση από την κυβέρνηση της αποτελεσματικότητας του ελληνικού τραπεζικού συστήματος, η αδυναμία συνεννόησης της κυβερνητικής ηγεσίας με την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, η συνέχιση της πολιτικής της υπερφορολόγησης των ακινήτων με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την αγορά ακινήτων και η μεγάλη καθυστέρηση στον προγραμματισμό και την επιλεκτική εφαρμογή των πλειστηριασμών ακινήτων έχουν προετοιμάσει μια εξαιρετικά δύσκολη συνέχεια.
Η κυβέρνηση Τσίπρα πέρασε από το σύνθημα «κανένα σπίτι στα χέρια τραπεζίτη», το οποίο ήταν μαξιμαλιστικό και δημαγωγικό, στην εφαρμογή μιας ιδιαίτερα σκληρής πολιτικής σε ό,τι αφορά τη διαχείριση των «κόκκινων» δανείων και τους πλειστηριασμούς των ακινήτων.
Και σε αυτό το ζήτημα η ριζοσπαστική Αριστερά περνάει από τις εύκολες και φυσικά αβάσιμες υποσχέσεις στην εφαρμογή μιας πολιτικής με τεράστιο οικονομικό και κοινωνικό κόστος. Ο πρωθυπουργός, κ. Τσίπρας, και οι συνεργάτες του βρίσκονται τώρα αντιμέτωποι με την αντίδραση της σκληρής εκλογικής βάσης του ΣΥΡΙΖΑ και των πολιτών που εξαπατήθηκαν από τις υποσχέσεις για πλήρη προστασία της πρώτης κατοικίας των δανειοληπτών και δεν είναι σε θέση να εξυπηρετήσουν τις τοκοχρεολυτικές τους υποχρεώσεις.
Ετσι όπως εξελίσσονται τα πράγματα, τα πιο δύσκολα μέτρα είναι μπροστά μας, από τους μαζικούς πλειστηριασμούς ακινήτων, συμπεριλαμβανόμενης της πρώτης κατοικίας, μέχρι τη μείωση των παλαιών κύριων συντάξεων από 1ης Ιανουαρίου του 2019 και τη μείωση του αφορολόγητου ορίου για το ετήσιο εισόδημα από την 1η Ιανουαρίου του 2020.
Ο ΣΥΡΙΖΑ επικράτησε στις εκλογές υποσχόμενος το τέλος της λιτότητας και των Μνημονίων, στη συνέχεια μας εγκλώβισε σε ένα πολύ σκληρό τρίτο πρόγραμμα – Μνημόνιο, το οποίο θα ισχύσει μέχρι τον Αύγουστο του 2018, και τώρα μας βγάζει ένα νέο λογαριασμό με δύσκολα έως σκληρά μέτρα, τα οποία ξεπερνούν κατά πολύ το επίσημο χρονικό όριο του τρίτου προγράμματος – Μνημονίου.
Ο Γιώργος Κύρτσος είναι Ευρωβουλευτής της ΝΔ