Γράφει ο Γιάννης Παπαδάτος
Σύγχυση ταυτοτήτων, απώλεια ισορροπίας
Η μητέρα μου «φαρμακώθηκε», οι δάσκαλοι προσπαθούσαν να με παρηγορήσουν -ακόμη κι ο ίδιος ο «ανταγωνιστής» ένιωθε τύψεις ο καημένος που μου «έκλεψε» τη σημαία- λες και δεν θα ήταν κλοπή εις βάρος του αν συνέβαινε το αντίστροφο. Ειλικρινά, δεν με πείραξε καθόλου το ότι «υποβαθμίστηκα» σε παραστάτη της παρέλασης. Τις θεωρούσα αστείες όλες αυτές τις κόντρες και τα ψυχοδράματα -και μάλλον διασκέδαζα με όλο αυτό το πανηγύρι τύψεων, δικαιολογιών και συναισθημάτων-, που ήταν πολύ πιο έντονα στην κλειστή επαρχιακή κοινωνία του ’70. Για την ιστορία υπήρχε ένας τρίτος συμμαθητής -με εκπληκτική οξύνοια, εγκυκλοπαιδικές γνώσεις και απίστευτο πολιτικό κριτήριο για 11χρονο- που, κατά τη γνώμη μου, θα εδικαιούτο περισσότερο να γίνει σημαιοφόρος. Δεν τον βοηθούσε όμως το ύψος του. Αυτός κι αν δεν χολόσκαγε για τα πρωτεία…
Σαν απόσταγμα αυτής της νοσταλγικής αναδρομής απέμεινε η αίσθηση του κύρους που ενέπνεαν στην ελληνική κοινωνία δύο στοιχειακές αξίες: η μαθητική αριστεία και η σημαία. Δεν το λέω με τη συντηρητική έννοια, μακριά από εμένα τα στερεότυπα του «Πατρίς-Θρησκεία-Οικογένεια», τα βρίσκω ρηχά και υποκριτικά. Αν πω όμως ότι δεν με ενδιέφερε να λογίζομαι καλός μαθητής -από τους καλύτερους-, θα πω ψέματα. Οπως ψέμα θα είναι κι αν πω ότι δεν με συγκινούσαν τα κατορθώματα της εθνικής Ελλάδος στο Κύπελλο Εθνών του 1976 (έτσι έλεγαν τότε το Εuro) όταν οι άσοι μας με το εθνόσημο (Δομάζος, Κούδας, Δεληκάρης) νίκησαν για πρώτη φορά μεταπολεμικά τη Βουλγαρία και στάθηκαν δύο φορές αήττητοι στη Γερμανία του Μπεκενμπάουερ. Από τότε για κάποιο λόγο δεν χώνευα τους Γερμανούς – όπως άλλωστε και όλη η Ελλάδα, που έκλαψε όταν οι Ολλανδοί του Κρόιφ έχασαν το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1974…
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου της Κυριακής