Γράφει ο Γιώργος Κύρτσος*
Σύμφωνα με την τελευταία έρευνα του Ευρωβαρόμετρου, η οποία πραγματοποιήθηκε τον Μάιο, στην Ελλάδα καταγράφεται ευρωπαϊκό ρεκόρ απαισιοδοξίας, με το 78% των ερωτηθέντων να θεωρούν ότι η κατάσταση της οικονομίας είναι κακή και πάνω από το 60% των ερωτηθέντων να εκτιμούν ότι επίκειται η επιδείνωση της οικονομικής και της κοινωνικής κατάστασης και των οικογενειακών οικονομικών τους.
Αλμα στο κενό
Αντιμέτωπη με αυτή την κατάσταση η κυβερνητική ηγεσία επιχειρεί ένα επικοινωνιακό και πολιτικό άλμα στο κενό. Ο πρωθυπουργός κ. Τσίπρας συνδυάζει με τις παρεμβάσεις του την καλλιέργεια κλίματος αισιοδοξίας με την καλλιέργεια κλίματος τεχνητής πόλωσης σε μια προσπάθεια να αντιστρέψει την αρνητική δυναμική με την οποία βρίσκεται αντιμέτωπη η κυβέρνηση και να συσπειρώσει τη σκληρή εκλογική και κοινωνική βάση του ΣΥΡΙΖΑ.
Το Μαξίμου βρίσκεται αντιμέτωπο με δύο εξαιρετικά σοβαρά προβλήματα.
● Πρώτον, ο κ. Τσίπρας και ο ΣΥΡΙΖΑ έχουν πλέον χαμηλή δημοτικότητα και ιδιαίτερα περιορισμένη αξιοπιστία. Αυτό σημαίνει ότι δεν μπορούν να δημιουργήσουν εύκολα την πολιτική δυναμική που επιδιώκουν, όπως το πρώτο εννεάμηνο του 2015, οπότε είχαν υψηλή δημοτικότητα και μεγάλες εφεδρείες.
● Δεύτερον, η οικονομική και κοινωνική πραγματικότητα που διαμορφώνει η κυβερνητική πολιτική είναι εντελώς διαφορετική από αυτή που περιγράφει η κυβερνητική ηγεσία, ενώ τα μέτρα που έχει προγραμματίσει το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης υπονομεύουν το νέο πολιτικό αφήγημα και μεγαλώνουν τη λαϊκή δυσαρέσκεια με τις επιλογές του κ. Τσίπρα και των συνεργατών του.
Πτώση των αμοιβών
Ο πρωθυπουργός και οι συνεργάτες του προβάλλουν συνεχώς τη σημαντική, κατά την άποψή τους, μείωση του ποσοστού ανεργίας, παρουσιάζοντας τις εξελίξεις με έναν τρόπο που διευκολύνει την επιχειρηματολογία τους.
Στην πραγματικότητα η υποχώρηση της ανεργίας στη χώρα μας είναι εξαιρετικά περιορισμένη σε σχέση με τις άλλες χώρες της ευρωζώνης εξαιτίας του πολύτιμου χρόνου που χάθηκε το 2015 και το 2016 με ευθύνη του κ. Τσίπρα και του κ. Βαρουφάκη. Το ποσοστό ανεργίας στην Ελλάδα υποχώρησε στα επίπεδα του 2011-2012, ενώ στο σύνολο της ευρωζώνης υποχώρησε ήδη στα επίπεδα του 2008, εφόσον απορροφήθηκε πλήρως η πρόσθετη ανεργία που δημιουργήθηκε εξαιτίας της διεθνούς χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008 και των συνεπειών της. Επιπλέον, τα βασικά χαρακτηριστικό σε ό,τι αφορά την αγορά εργασίας στην Ελλάδα είναι η μετάβαση από τις θέσεις πλήρους απασχόλησης σε θέσεις μερικής απασχόλησης και η εντυπωσιακή πτώση των αμοιβών.
Με βάση την ετήσια οικονομική έκθεση για το 2017 του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ οι περικοπές μισθών στον ιδιωτικό τομέα έφτασαν το 18,9% την περίοδο 2015-2017. Τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στην έκθεση του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (Taxing Wages 2017) ανεβάζουν την επιβάρυνση του εργατικού κόστους για το μέσο άγαμο μισθωτό στην Ελλάδα, από τις εισφορές κοινωνικής ασφάλισης και τη φορολογία εισοδήματος, στο 40,2% το 2016 έναντι 36% κατά μέσο όρο στον ΟΟΣΑ.
Ο συνδυασμός μεγάλης πτώσης των αμοιβών, υπερφορολόγησής τους και αύξησης των ασφαλιστικών εισφορών κρατάει πολλές εκατοντάδες χιλιάδες συμπολίτες μας που εργάζονται κανονικά στο οικονομικό και το κοινωνικό περιθώριο. Επομένως, η υποχώρηση της ανεργίας, με τους όρους που επιτυγχάνεται, δεν μπορεί να θεωρηθεί επιτυχία της κυβέρνησης και γίνεται αντιληπτή από την ευρύτερη κοινή γνώμη σαν συμβολή στη φτωχοποίηση ενός σημαντικού τμήματος των εργαζομένων του ιδιωτικού τομέα.
Σύγχυση ταυτοτήτων, απώλεια ισορροπίας
Δυσάρεστη συνέχεια
Ο ΣΥΡΙΖΑ ήρθε στην εξουσία υποσχόμενος τον άμεσο τερματισμό της λιτότητας και του Μνημονίου. Αντί γι’ αυτό δέσμευσε την Ελλάδα στο τρίτο πρόγραμμα-Μνημόνιο, το οποίο είναι σκληρότερο από το δεύτερο και έχει διάρκεια μέχρι τον Αύγουστο του 2018. Στο ξεκίνημα του τρίτου προγράμματος-Μνημονίου ο πρωθυπουργός κ. Τσίπρας ανέλαβε δύο συγκεκριμένες δεσμεύσεις τις οποίες, όπως θέλει η κακή πολιτική παράδοση που έχει δημιουργήσει, δεν τίμησε.
Η πρώτη δέσμευση αφορούσε στην εφαρμογή του λεγόμενου παράλληλου προγράμματος, το οποίο υποτίθεται ότι θα εξουδετέρωνε τις κοινωνικές συνέπειες από την εφαρμογή των δύσκολων μέτρων του τρίτου προγράμματος-Μνημονίου. Το παράλληλο πρόγραμμα αποδείχτηκε ανύπαρκτο, όπως πριν από αυτό το λεγόμενο πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης.
Σύμφωνα με τη δεύτερη δέσμευση που ανέλαβε ο κ. Τσίπρας, το τρίτο πρόγραμμα-Μνημόνιο θα ήταν εμπροσθοβαρές, δηλαδή η κυβέρνηση θα έπαιρνε τα δύσκολα μέτρα στην αρχή του προγράμματος και στη συνέχεια θα είχαμε μια εξομάλυνση της κατάστασης. Ο πρωθυπουργός κ. Τσίπρας και οι συνεργάτες του έχασαν πολύτιμο χρόνο στην εφαρμογή του τρίτου προγράμματος-Μνημονίου προκειμένου να αντιμετωπίσουν τις αντιδράσεις στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ και να αναπτύξουν το κομματικό κράτος. Το αποτέλεσμα είναι να έχουμε τα πιο δύσκολα μέτρα μπροστά μας, εξαιτίας της καθυστέρησης που παρατηρήθηκε και η οποία έφερε την παραπέρα εξασθένηση της διαπραγματευτικής θέσης της ελληνικής κυβέρνησης.
● Το πρώτο δύσκολο μέτρο καθολικής εφαρμογής, που αναμένεται να προκαλέσει πολιτικές και κοινωνικές αναταράξεις, είναι η δυναμική διαχείριση των λεγόμενων «κόκκινων» δανείων, η οποία αναμένεται να οδηγήσει σε μεγάλης κλίμακας πλειστηριασμούς ακινήτων, ακόμη και αν αυτά αφορούν στην πρώτη κατοικία των δανειοληπτών.
Η κυβέρνηση πέρασε από το ένα άκρο στο άλλο. Κατά το παρελθόν υποστήριξε, για τους δικούς της πολιτικούς λόγους, το κίνημα «Δεν πληρώνω», ενώ τώρα προετοιμάζει μαζικούς πλειστηριασμούς ακινήτων μέσω της εκχώρησης της διαχείρισης των «κόκκινων» δανείων σε κερδοσκοπικά funds του εξωτερικού.
● Το δεύτερο μέτρο, το οποίο έχει προγραμματίσει η κυβέρνηση και αναμένεται να προκαλέσει νέα πτώση της δημοτικότητάς της, είναι η μείωση των παλαιών κύριων συντάξεων μέσω της κατάργησης της λεγόμενης προσωπικής διαφοράς, από 1ης Ιανουαρίου του 2019.
Ο ΣΥΡΙΖΑ κέρδισε τις εκλογές του Ιανουαρίου και του Σεπτεμβρίου του 2015 επειδή μπόρεσε να ανεβάσει το ποσοστό του μεταξύ των συνταξιούχων στα επίπεδα του ποσοστού της Ν.Δ. Τώρα έχει δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για τη σκληρή εκλογική του τιμωρία από τους συνταξιούχους, γι’ αυτό κερδίζει έδαφος στο Μαξίμου το σενάριο της διενέργειας βουλευτικών εκλογών το φθινόπωρο του 2018, προτού εφαρμοστούν τα νέα ισοπεδωτικά μέτρα εις βάρος των συνταξιούχων.
● Το τρίτο μέτρο γενικής εφαρμογής που έχει προγραμματίσει η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ είναι η μεγάλη μείωση του αφορολόγητου ορίου στο ετήσιο εισόδημα στις 5.800 ευρώ από 1ης Ιανουαρίου 2020. Ο υπουργός Οικονομικών κ. Τσακαλώτος είχε δηλώσει, υπερασπίζοντας μία από τις ανύπαρκτες κόκκινες γραμμές της κυβέρνησης, ότι θα υπέβαλε την παραίτησή του εάν το αφορολόγητο όριο για το ετήσιο εισόδημα έπεφτε κάτω από τις 9.000 ευρώ. Τελικά, έβαλε την υπογραφή του στη μείωση του αφορολόγητου ορίου στις 5.800 ευρώ και παραμένει στη θέση του δηλώνοντας εξαιρετικά ικανοποιημένος από το αποτέλεσμα της «διαπραγμάτευσης».
Εκτός τόπου και χρόνου
Με την πολιτική της η κυβέρνηση Τσίπρα προκαλεί τη μεγάλη μείωση των αμοιβών των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα, έχει προετοιμάσει τους μαζικούς πλειστηριασμούς ακινήτων, έχει δρομολογήσει τη μεγάλη μείωση των παλαιών κύριων συντάξεων και τη μείωση του αφορολόγητου ορίου στο ετήσιο εισόδημα. Αυτό δεν την εμποδίζει να πανηγυρίζει την επικείμενη έξοδο της ελληνικής οικονομίας και της κοινωνίας από το Μνημόνιο και την κρίση.
Στην πραγματικότητα οι μόνοι που θα βγουν από το Μνημόνιο τον Αύγουστο του 2018 είναι οι Ευρωπαίοι εταίροι, οι οποίοι θα απαλλαγούν από την υποχρέωση να χρηματοδοτούν την Ελλάδα με προνομιακό επιτόκιο, της τάξης του 1,2%. Δηλώνουν ενθουσιασμένοι με την έξοδο της Ελλάδας στις αγορές με επιτόκιο της τάξης του 5%, εφόσον μεταφέρεται η ευθύνη για τη χρηματοδότηση της ελληνικής οικονομίας στις αγορές και οι ίδιοι περιορίζουν το λεγόμενο ελληνικό κίνδυνο, ο οποίος τους εκθέτει συχνά στην κριτική των κομμάτων της αντιπολίτευσης.
Το Μνημόνιο θα τελειώσει για τους πιστωτές αλλά θα συνεχιστεί για την πλειονότητα των Ελλήνων με παλαιά και νέα μνημονιακά μέτρα, τα οποία θα εφαρμόζονται τουλάχιστον μέχρι το 2020.
Ο ΣΥΡΙΖΑ έφερε αλλεπάλληλες παρατάσεις της μνημονιακής περιόδου σε ό,τι αφορά τα καλώς εννοούμενα συμφέροντα του ελληνικού λαού. Η έξοδος από το Μνημόνιο και την κρίση περνάει υποχρεωτικά από την πολιτική κυριαρχία και την εκλογική επικράτηση του κ. Μητσοτάκη και της Ν.Δ. Μόνο έτσι θα δημιουργηθούν, σε σύντομο χρονικό διάστημα, οι προϋποθέσεις για δυναμική και σταθερή οικονομική ανάπτυξη, ενίσχυση της διαπραγματευτικής θέσης της Ελλάδας στην Ε.Ε. και δραστική αλλαγή του μίγματος οικονομικής πολιτικής που εφαρμόζεται μέσα από τους κατάλληλους χειρισμούς.
*Ο Γιώργος Κύρτσος είναι Ευρωβουλευτής
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου της Κυριακής