Αλλαγή σε δύο φάσεις
Στην πρώτη φάση η κυβέρνηση Τσίπρα εμφανίστηκε έτοιμη να συγκρουστεί με τους ισχυρούς της ευρωζώνης προσφέροντας παράλληλα εγγυήσεις για το πραγματικό εισόδημα και το βιοτικό επίπεδο των Ελλήνων, μέσω του λεγόμενου προγράμματος της Θεσσαλονίκης.
Γράφει ο Γιώργος Κύρτσος*
Η Ν.Δ. και ιδιαίτερα ο κ. Μητσοτάκης ανέδειξαν τις αντιφάσεις της στρατηγικής Τσίπρα-Βαρουφάκη, η οποία εγκαταλείφθηκε το καλοκαίρι του 2015, αφού ανέβασε κι άλλο τον οικονομικό και κοινωνικό λογαριασμό της διαχείρισης της κρίσης.
Σε δεύτερη φάση, ο πρωθυπουργός κ. Τσίπρας και οι βασικοί συνεργάτες του υποσχέθηκαν στον ελληνικό λαό μια περίπου ανώδυνη προσαρμογή, εφόσον το λεγόμενο παράλληλο πρόγραμμα εξασφάλιζε αντίμετρα, τα οποία, υποτίθεται, θα εξουδετέρωναν τα δύσκολα μέτρα και αντιλαϊκά μέτρα του δεύτερου προγράμματος-Μνημονίου.
Ο πρωθυπουργός, κ. Τσίπρας, απέδωσε, στη συνέντευξη που έδωσε στον τηλεοπτικό Alpha, τα λάθη και τις παραλείψεις της κυβέρνησης στη διάρκεια του πρώτου εξαμήνου του 2015 στην εντολή που της είχε δώσει ο ελληνικός λαός, ενώ υποστήριξε ότι με την ψήφο στις εκλογές του Σεπτεμβρίου 2015 ο ελληνικός λαός επικύρωσε τα πρόσθετα μέτρα του τρίτου προγράμματος-Μνημονίου, το οποίο αποδείχτηκε πολύ πιο σκληρό, για εκατομμύρια συμπολίτες μας, από το δεύτερο πρόγραμμα-Μνημόνιο. Στην πραγματικότητα ο ελληνικός λαός δεν είχε αντιληφθεί πλήρως τις διαστάσεις των δεσμεύσεων του τρίτου προγράμματος-Μνημονίου και η εκλογική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές του Σεπτεμβρίου 2015 στηρίχτηκε σε μεγάλο βαθμό στην πολιτική δυναμική που είχε δημιουργηθεί στα τέλη του 2014 και στις αρχές του 2015.
Μετά την ανάδειξη του κ. Μητσοτάκη στην ηγεσία της Ν.Δ. τα πολιτικά μηνύματα του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης συνέβαλαν στη δημοσκοπική και την πολιτική φθορά της κυβέρνησης Τσίπρα. Πολλοί ψηφοφόροι που εμπιστεύτηκαν τον ΣΥΡΙΖΑ τον Σεπτέμβριο του 2015 άρχισαν να κρατάνε αποστάσεις ασφαλείας από την κυβερνητική παράταξη, διαπιστώνοντας την τεράστια απόσταση που χώριζε τις υποσχέσεις για την αποτελεσματική εφαρμογή του λεγόμενου παράλληλου προγράμματος από τη δύσκολη καθημερινότητα που διαμόρφωσαν οι δεσμεύσεις του τρίτου προγράμματος-Μνημονίου, οι οποίες επεκτάθηκαν σταδιακά το 2019 και το 2020 με τη μορφή της μείωσης των παλαιών κύριων συντάξεων και της μείωσης του αφορολόγητου ορίου για το ετήσιο εισόδημα. Εγινε φανερό ότι η προσαρμογή χωρίς μεγάλο οικονομικό και κοινωνικό κόστος ήταν ένα ακόμη αφήγημα του κ. Τσίπρα και των συνεργατών του, το οποίο δεν είχε σχέση με την πραγματικότητα που διαμόρφωσε η κυβερνητική πολιτική.
Ολες οι έρευνες της κοινής γνώμης καταγράφουν τη βαθιά απογοήτευση της πλειονότητας των Ελλήνων με την κατάσταση και την προοπτική της ελληνικής οικονομίας. Η ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης του τρίτου προγράμματος-Μνημονίου χωρίς να επιτευχθούν οι στρατηγικοί στόχοι της ελληνικής κυβέρνησης, όπως η άμεση αναδιάρθρωση του χρέους του Ελληνικού Δημοσίου και η ένταξη στο Πρόγραμμα Ποσοτικής Χαλάρωσης της ΕΚΤ, και η επιβολή πρόσθετων δύσκολων έως σκληρών μέτρων, που ξεπερνούν χρονικά και τη λήξη της δανειακής σύμβασης τον Αύγουστο του 2018, μεγάλωσαν τη δημοσκοπική και την πολιτική φθορά της κυβέρνησης.
Ο πρωθυπουργός, κ. Τσίπρας, προσπαθεί πλέον να αντιμετωπίσει τις δυσκολίες προβάλλοντας, με αφορμή την έξοδο του Ελληνικού Δημοσίου στις διεθνείς αγορές, ένα νέο πολιτικό αφήγημα, το οποίο στηρίζεται στην υποτιθέμενη αποτελεσματική εφαρμογή των μέτρων προσαρμογής που θα μας απαλλάξει, σε σύντομο χρονικό διάστημα, από τις μνημονιακές δεσμεύσεις και τη σχετική πειθαρχία.
Ουσιαστικά, ο κ. Τσίπρας προσυπογράφει τις στρατηγικές επιλογές της Ν.Δ. υπέρ της αναγκαίας προσαρμογής και της διεκδίκησης του καλύτερου δυνατού οικονομικού αποτελέσματος, στέλνοντας έτσι το μήνυμα ότι η κυβέρνηση είναι σε στρατηγικό αδιέξοδο και επιχειρεί μία ακόμη επικοινωνιακή, πολιτική μεταμόρφωση.
Περιορισμένη αποτελεσματικότητα
Κλιμάκωση χωρίς κέρδος
Η νέα κυβερνητική στροφή, η οποία κατοχυρώνει το στρατηγικό πλεονέκτημα της Ν.Δ. εφόσον δικαιώνει την κριτική και τις επιλογές της, είναι εξαιρετικά δύσκολο να αποδώσει για δύο βασικούς λόγους.
● Πρώτον, ο κ. Τσίπρας και ο ΣΥΡΙΖΑ έχουν πλέον περιορισμένες πολιτικές δυνάμεις και εφεδρείες. Οταν η δημοτικότητα του πρωθυπουργού ήταν της τάξης του 60%-65%, μπορούσε σχετικά εύκολα να κάνει τους ελιγμούς που θεωρούσε σκόπιμο, εφόσον η κοινή γνώμη είχε θετική προδιάθεση. Σήμερα η δημοτικότητα του πρωθυπουργού είναι της τάξης του 20%-25%, συγκρίσιμη με εκείνη του ΣΥΡΙΖΑ και πολύ κατώτερη της δημοτικότητας του κ. Μητσοτάκη και της Ν.Δ. Αυτό σημαίνει ότι η πολιτική δυναμική δεν είναι με το μέρος του και πως πρέπει να εξηγεί σε κάθε βήμα την πολιτική του για να ξεπεράσει τη δικαιολογημένη δυσπιστία του μεγαλύτερου μέρους της κοινής γνώμης.
● Δεύτερον, το νέο κυβερνητικό αφήγημα έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την οικονομική και την κοινωνική καθημερινότητα που βιώνουν οι περισσότεροι συμπολίτες μας. Το τραπεζικό σύστημα δεν λειτουργεί αποτελεσματικά και δεν χρηματοδοτεί επαρκώς τον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας. Τα ολοένα αυξανόμενα φορολογικά και ασφαλιστικά βάρη προκαλούν νέα συρρίκνωση της μεσαίας τάξης. Τα φαινόμενα διαφθοράς και γραφειοκρατικής αδιαφορίας στέκονται εμπόδιο στη δημιουργική προσπάθεια της οικονομίας και της κοινωνίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο ΣΕΒ επισημαίνει σε έκθεσή του ότι χιλιάδες καταγγελίες των πολιτών κατά δημοσίων υπαλλήλων, οι οποίοι στην αντίληψή τους είναι διεφθαρμένοι, κατέληξαν το 2016 σε μία μόνο ΕΔΕ, κατοχυρώνοντας την πλήρη ατιμωρησία μιας δημόσιας διοίκησης στην οποία ο ΣΥΡΙΖΑ προσπαθεί να επιβάλει τον κομματικό έλεγχο και την πλήρη γραφειοκρατική αδιαφορία.
Η μείωση της ανεργίας επιτυγχάνεται σε πολύ μικρότερα ποσοστά απ’ ό,τι στο σύνολο της ευρωζώνης και στη βάση της μερικής απασχόλησης και της μεγάλης μείωσης των μισθών των εργαζομένων. Τέλος, δεν οργανώνεται η δεύτερη ευκαιρία για τα εκατοντάδες χιλιάδες θύματα της κρίσης, τους δοκιμασμένους και ικανούς 40άρηδες και 50άρηδες, οι οποίοι βρέθηκαν στο επαγγελματικό περιθώριο χωρίς να φταίνε και χωρίς να ασχολείται η κυβέρνηση με το πρόβλημά τους.
Οι καλοκαιρινές διακοπές διευκολύνουν την κυβερνητική επικοινωνία και προπαγάνδα, εφόσον οι πολίτες, στο μέτρο του δυνατού, επιχειρούν μία προσωρινή έξοδο από τη δύσκολη καθημερινότητα, δεν επηρεάζουν όμως σε μεγάλο βαθμό τη διαμόρφωση της κοινής γνώμης. Θα πρέπει να υπάρξει σοβαρή βελτίωση της οικονομικής και της κοινωνικής κατάστασης για να αποκτήσει ειδικό βάρος η κυβερνητική επιχειρηματολογία.
Κυβερνητικές αντιφάσεις
Εν τω μεταξύ, αναδεικνύονται καθημερινά οι κυβερνητικές αντιφάσεις, οι οποίες αναμένεται να περιορίσουν την αποτελεσματικότητα της πολιτικής προσαρμογής που διαφημίζει τώρα ο πρωθυπουργός, κ. Τσίπρας.
Η κυβερνητική ηγεσία προσπαθεί να συσπειρώσει τη βάση του ΣΥΡΙΖΑ μέσα από μία διαδικασία τεχνητής πόλωσης, με βασικά χαρακτηριστικά τις συντονισμένες επιθέσεις κυβερνητικών στελεχών εναντίον της Δικαιοσύνης και τη συνέχιση της προσπάθειας του Μαξίμου να διαμορφώσει ένα μιντιακό τοπίο στα πολιτικά του μέτρα.
Οι θεσμικές ακρότητες της κυβερνητικής ηγεσίας στέκονται εμπόδιο στη δημιουργία κλίματος οικονομικής και επιχειρηματικής εμπιστοσύνης, γιατί αναδεικνύουν το στοιχείο της πολιτικής αυθαιρεσίας στις επιλογές και στη συμπεριφορά του πρωθυπουργού, κ. Τσίπρα, και των συνεργατών του.
Η δεύτερη βασική αντίφαση έχει σχέση με τη συνεχή αύξηση δημόσιων δαπανών που έχουν σχέση με τη συντήρηση και την ανάπτυξη του κομματικού κράτους και το διαρκή μεγάλης κλίμακας ετεροχρονισμό δημόσιων δαπανών που έχουν σχέση με τη λειτουργία του κράτους πρόνοιας. Υπονομεύονται, έτσι, οι όποιες προσπάθειες προσαρμογής, γιατί η αύξηση των συγκεκριμένων δημόσιων δαπανών οδηγεί αναγκαστικά στην αύξηση της φορολογικής πίεσης που ασκείται, ενώ ο μεγάλης κλίμακας ετεροχρονισμός δημόσιων δαπανών που έχουν σχέση με το κράτος πρόνοιας οδηγεί σε μία μαγική εικόνα σε ό,τι αφορά την εξέλιξη του πρωτογενούς δημοσιονομικού πλεονάσματος και μπορεί να προκαλέσει την καθυστερημένη αντίδραση εκπροσώπων των θεσμών με τη μορφή μίας ακόμη δημοσιονομικής αναθεώρησης που θα οδηγήσει σε πρόσθετα μέτρα προσαρμογής.
Οι αλλεπάλληλες αλλαγές στρατηγικής της κυβερνητικής ηγεσίας αναδεικνύουν τον πολιτικό καιροσκοπισμό του ΣΥΡΙΖΑ και τη στρατηγική υπεροχή της Ν.Δ. Η τελευταία όμως έχει μεγάλη πολιτική απόσταση να καλύψει για να μετατρέψει το στρατηγικό πλεονέκτημα σε καθοριστική εκλογική νίκη. Ο πρόεδρος της Ν.Δ., κ. Μητσοτάκης, δείχνει το δρόμο, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στην ανάδειξη και την αντιμετώπιση των κοινωνικών προβλημάτων, στην ανάδειξη νέων πολιτικών στελεχών από την οικονομία και την κοινωνία, καθώς και στην προώθηση νέων ιδεών στις οποίες θα στηριχτεί η οικονομική πολιτική της επόμενης κυβέρνησης της Ν.Δ.
*Ο Γιώργος Κύρτσος είναι Ευρωβουλευτής
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου της Κυριακής