Γράφει η Άννα Παναγιωταρέα
Τον θυμάμαι ώρες ατελείωτες, στο έδρανό του. Ακούραστος. Δωρικός στον λόγο του, πιστός στο όραμά του για μιαν Ελλάδα σεβαστή από εχθρούς και φίλους, διδάσκοντας τους βουλευτές, με την εμφατική κοινοβουλευτική του παρουσία, ότι το Κοινοβούλιο είναι το μαρμαρένιο αλώνι της Πολιτικής. Οχι τα τηλεοπτικά παράθυρα.
Τον θυμάμαι στις αντιπαραθέσεις του: Αρχηγός της Νέας Δημοκρατίας απέναντι στον Ανδρέα Παπανδρέου. Μια αναμέτρηση που κρατούσε χρόνια. Κόσμιος, άμεσος και καίριος στα επιχειρήματά του, κάνοντας τον Ανδρέα να χάνει την ψυχραιμία του. Ο Κώστας Μητσοτάκης τον ήξερε καλύτερα από όλους.
Τον θυμάμαι στην τελευταία προεκλογική συνέντευξη που μου έδωσε στον ΑΝΤΕΝΝΑ, πριν από τη νίκη του, μιλώντας, πρώτη φορά, για την Αποστασία. Με συγκίνηση, με ειλικρίνεια για μια πολιτική απόφαση που του είχε στοιχίσει τόσο πολύ.
«Φανερώνεται αμέσως όποιος τόχει
έτοιμο μέσα του το Ναι, και λέγοντάς το πέρα
πηγαίνει στην τιμή και στην πεποίθησί του».
Σύγχυση ταυτοτήτων, απώλεια ισορροπίας
Τον θυμάμαι στην ορκωμοσία του ως πρωθυπουργού. Αλλά όχι μόνο του. Καθόταν η Μαρίκα στα έδρανα, δεξιά του Προέδρου της Βουλής, υπερήφανη για τη δικαίωσή του -το ποσοστό που είχε επιτύχει ήταν εξωπραγματικό, άσχετο που του έδινε μία μόνο ψήφο πλειοψηφία- και ερωτευμένη με τον άνθρωπο που μοιράστηκε μια πολυκύμαντη, αλλά τόσο γεμάτη, οικογενειακή ζωή.
Τον θυμάμαι και το βράδυ της εκλογικής αναμέτρησης, όταν ο Ανδρέας επανήλθε στην πρωθυπουργία. Δεν είχαν περάσει τα μεσάνυχτα, όταν ήρθε στο Ζάππειο να δηλώσει ότι θα παρέμενε στην πολιτική ζωή, αλλά αποσυρόταν από την ηγεσία της Νέας Δημοκρατίας. Κατέβηκε από τα σκαλιά του Ζαππείου υψιτενής, ήρεμος, όπως αρμόζει στον ηγέτη που είχε επιτελέσει στο ακέραιο το καθήκον του.
«Γιατί βιάστηκες;», τον ρώτησα. «Γιατί;
Γιατί, Αννα μου, ο αρχηγός που χάνει παραδίνει».
Μου χαμογέλασε κι έφυγε, με τα πόδια, για τη Ρηγίλλης, και τον Μανούσο -πάντα τον Μανούσο- ένα βήμα πίσω του. Ολέθριο το λάθος του, καθώς παρέδωσε τη Νέα Δημοκρατία σε αρχηγό που αποδείχθηκε τόσο κατώτερος των περιστάσεων.
Μετά, τον έβλεπα στο γραφείο του, στην Αραβαντινού, στα δύσκολα. Είχε πάντα λόγο τέμνοντα, οξυδερκή, προφητικό, μιλώντας για χαμένες ευκαιρίες, για λάθη και για παραλείψεις. Δικές του και των άλλων. Ως το τέλος όμως βαθιά η έγνοια του για την πατρίδα.
Σήμερα, τον αποχαιρετώ με σεβασμό και αγάπη. Η Ιστορία θα του αναγνωρίσει όλα όσα τον πίκραναν! Γιατί ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης ανήκει στη χορεία των Μεγάλων Πολιτικών.
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου