Γράφει η Δέσποινα Κονταράκη*
Με ύποπτες συναλλαγές, διαταγές και απολύσεις. Μόνο που όταν φτάνεις να απολύεις το διευθυντή του FBI και να συνδιαλέγεσαι με τους Ρώσους για να κερδίσεις την εξουσία, η business μεγαλώνει άγρια. Και το ερώτημα επανέρχεται όπως ακριβώς την πρώτη ημέρα που ο Τραμπ κέρδισε τις εκλογές: Θα μπορούσε να καθαιρεθεί ο Αμερικανός πρόεδρος;
Η Ιστορία διδάσκει πως θα μπορούσε σχετικά εύκολα να οδηγηθεί σε δίκη με το ερώτημα της καθαίρεσης, αλλά δύσκολα να καθαιρεθεί. Η πρώτη φορά που επιχειρήθηκε ήταν το 1868 με τον Αντριου Τζόνσον, ο οποίος κατηγορήθηκε για αντικατάσταση του υπουργού Πολέμου χωρίς την άδεια του Κογκρέσου, και η δεύτερη, το 1998, με τον Μπίλ Κλίντον για ψευδορκία και παρακώλυση δικαιοσύνης (σκάνδαλο Λεβίνσκι). Και οι δύο πρόεδροι αθωώθηκαν, ενώ ο μοναδικός -μέχρι σήμερα- που θα είχε καταδικαστεί, αλλά πρόλαβε να παραιτηθεί μόνος του, ήταν ο Ρίτσαρντ Νίξον (Watergate).
Οι εποχές, βέβαια, αλλάζουν και η εποχή Τραμπ έχει κάτι που έλειπε από τις προηγούμενες. Το αχανές Διαδίκτυο και τα trolls. Πόσο εύκολο είναι, άραγε, να αποδειχθούν οι επαφές που είχαν στενοί συνεργάτες του Τραμπ με τους Ρώσους πριν από τις εκλογές; Ή πως μπορεί να αποδειχθεί πέραν πάσης νομικής αμφιβολίας πως εκατομμύρια λογαριασμοί στο Ιντερνετ που δούλευαν για λογαριασμό του κατά την προεκλογική εκστρατεία ήταν ψεύτικοι; Ακόμα και η παροχή διαβαθμισμένων πληροφοριών σε Ρώσους δύσκολα θα μπορούσε να σταθεί στο ανώτατο δικαστήριο, καθώς ο Αμερικανός πρόεδρος μπορεί να αλλάζει τη διαβάθμιση των κυβερνητικών μυστικών, ώστε να μη θεωρούνται ως απόρρητα μυστικά που απειλούν την εθνική ασφάλεια. Ωστόσο, μέχρι να φθάσουμε εκεί και κυρίως, αν ποτέ φθάσουμε, ο δρόμος θα είναι μακρύς. Οπότε, αυτό που τώρα απασχολεί όλους τους υπόλοιπους, δηλαδή όλους εμάς στον υπόλοιπο κόσμο, που κάποια στιγμή εξέλεξαν κάποιον Τραμπ ή ετοιμάζονται να εκλέξουν κάποιον χειρότερο στη χώρα τους, είναι ποια μπορεί να είναι η αντίσταση στο λαϊκισμό και τη σταδιακή διάβρωση της Δημοκρατίας και των θεσμών εκ των έσω.
Σύγχυση ταυτοτήτων, απώλεια ισορροπίας
Ο Τίμοθι Σνάιντερ, Αμερικανός ιστορικός και καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Γέιλ, στο νέο του βιβλίο «Απέναντι στην Τυραννία – 20 μαθήματα από τον 20ό αιώνα», που γράφτηκε μετά την εκλογή Τραμπ για τον Τραμπ, ξεκινά υπενθυμίζοντας τον Αριστοτέλη, ο οποίος είχε προειδοποιήσει πως οι ανισότητες επιφέρουν αστάθεια, και τον Πλάτωνα, που πίστευε πως οι δημαγωγοί εκμεταλλεύονται την ελευθερία του λόγου προκειμένου να εγκαταστήσουν την τυραννία τους. Ο συγγραφέας ανατρέχει στα φασιστικά, στα ναζιστικά και τα κομμουνιστικά καθεστώτα, επισημαίνει τους κινδύνους του ολοκληρωτισμού και γράφει για όλα αυτά που δεν πρόσεξαν, δεν έκαναν και δεν αντέδρασαν οι Αμερικανοί (όπως και οι Ευρωπαίοι) πολίτες.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχουν οι αναφορές που κάνει στην εμφάνιση των παραστρατιωτικών ομάδων που παρελαύνουν με πυρσούς και φωτογραφίες του αρχηγού τους, στη σκόπιμη σπίλωση και τη συκοφάντηση θεσμών όπως η Δικαιοσύνη και τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης (μας θυμίζουν κάτι όλα αυτά;). Οσο για τον περίφημο πατριωτισμό του Τραμπ, που εξαργυρώθηκε σε ρωσικό «νόμισμα», γράφει: «Δεν είναι πατριωτικό να διορίζεις σύμβουλο σε θέματα εθνικής ασφάλειας κάποιον που πληρώνεται από ρωσικό προπαγανδιστικό όργανο. Αυτό που θέλω να υπογραμμίσω δεν είναι ότι η Ρωσία και η Αμερική πρέπει να είναι εχθροί. Θέλω να υπογραμμίσω ότι πατριωτισμός σημαίνει να υπηρετείς τη δική σου χώρα. Ο πρόεδρος είναι εθνικιστής, πράγμα που δεν είναι καθόλου το ίδιο με το να είναι πατριώτης».
Η άλλη πλευρά του Ατλαντικού δεν είναι και τόσο μακριά τελικά. Στην ήπειρό μας έχουμε πολλούς μικρότερους Τραμπ που περιμένουν το μεγάλο κύμα να τους ανεβάσει στον αφρό. Στην Ελλάδα κάποιοι επιπλέουν ήδη.
*Η Δέσποινα Κονταράκη είναι αρχισυντάκτρια του Ελεύθερου Τύπου
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου της Κυριακής