Αυτό προκύπτει από μια νέα επιστημονική έρευνα, η οποία για πρώτη φορά κατέγραψε σε ένα παγκόσμιο κατάλογο όλα τα ορυκτά του πλανήτη μας, τα οποία έχουν προέλθει κατά κύριο λόγο ή αποκλειστικά χάρη στους ανθρώπους.
Η προέλευσή τους οφείλεται στο ότι, εξαιτίας των ανθρώπων, δημιουργήθηκαν οι συνθήκες για να έλθουν σε επαφή μεταξύ τους χημικά στοιχεία και να προκληθούν γεωχημικές αντιδράσεις, που αλλιώς δεν θα είχαν συμβεί στη φύση. Αν, για παράδειγμα, οι μεταλλωρύχοι δεν είχαν σκάψει τη στοά κάποιου ορυχείου (π.χ. στο Λαύριο), μπορεί να μην είχαν σχηματισθεί στα τοιχώματά του οι κρύσταλλοι ενός άγνωστου έως τότε ορυκτού.
Οι άνθρωποι έχουν -μετά την αύξηση του οξυγόνου πριν από 2,2 δισεκατομμύρια χρόνια- τη μεγαλύτερη συνεισφορά στην ποικιλία των ορυκτών της Γης. Αυτή η διαπίστωση, σύμφωνα με τους επιστήμονες, αποτελεί άλλο ένα επιχείρημα ότι ο πλανήτης μας έχει πλέον εισέλθει σε μια νέα γεωλογική εποχή, την Ανθρωπόκαινο, που έρχεται να διαδεχθεί την Ολόκαινο (άρχισε πριν 11.700 χρόνια με το λιώσιμο των πάγων) και στην οποία οι άνθρωποι αφήνουν πλέον όλο και πιο έντονα το αποτύπωμά τους.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον Ρόμπερτ Χέιζεν, επικεφαλής γεωεπιστήμονα του Ινστιτούτου Επιστημών Κάρνεγκι στην Ουάσιγκτον και διευθυντή του διεθνούς Παρατηρητηρίου Βαθέος ‘Ανθρακα, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο αμερικανικό περιοδικό ορυκτολογίας “American Mineralogist”, επισημαίνουν ότι τα περισσότερα ανθρωπογενή ορυκτά έχουν προέλθει από τις εξορυκτικές δραστηριότητες.
Ορισμένα άλλα έχουν βρεθεί στα μεταλλουργεία, ενώ κάποια έχουν σχηματισθεί στις σωληνώσεις των γεωθερμικών μονάδων, ακόμη και σε ναυάγια πλοίων, στις αρχαιολογικές ανασκαφές ή μέσα στις αποθήκες των μουσείων. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, ένα φυσικό υλικό ήλθε σε επαφή με ένα άγνωστο για εκείνο περιβάλλον (π.χ. με το θαλασσινό νερό ή με το ξύλο στα ράφια μιας αποθήκης) και, μέσα από μια χημική αντίδραση, σχηματίσθηκε ένα νέο ορυκτό. Αν οι άνθρωποι δεν είχαν κάνει την μεταφορά με το πλοίο ή την αρχαιολογική ανασκαφή, αυτό το ορυκτό μπορεί να μην είχε υπάρξει ποτέ στη φύση.
Από το πρώτο «Merry Christmas» του 1992 στα 25 και άνω δισ. SMS σήμερα
Αν και μερικά ανθρωπογενή ορυκτά μπορούν να προκύψουν επίσης και μέσω φυσικών διαδικασιών, πολλά άλλα όχι. Στην ιστορία του πλανήτη μας η εξέλιξη των ορυκτών δεν σταμάτησε ποτέ, καθώς με το πέρασμα του χρόνου τα χημικά στοιχεία συναντιούνται σε διάφορους συνδυασμούς μέσα στη Γη, σε συγκεκριμένες τοποθεσίες, βάθη και θερμοκρασίες, για να «γεννήσουν» νέα ορυκτά.
Το ‘Συμβάν της Μεγάλης Οξείδωσης’, δηλαδή η μεγάλη αύξηση του οξυγόνου που συνέβη στην ατμόσφαιρα της Γη πριν περίπου 2,2 δισ. χρόνια, είχε ως αποτέλεσμα να δημιουργηθούν σχεδόν τα δύο τρίτα των περίπου 5.200 ορυκτών.
Μετά την εμφάνιση των ανθρώπων, οι δραστηριότητές τους συνέβαλαν άμεσα ή έμμεσα, ώστε να σχηματισθούν και άλλα ορυκτά, τα περισσότερα μετά τον 18ο αιώνα, όταν άρχισε σταδιακά η βιομηχανική επανάσταση. Όπως είπε ο Χέιζεν, «πιστεύουμε ότι και άλλα ορυκτά συνεχίζουν να σχηματίζονται σήμερα με τον ίδιο σχετικά γρήγορο ρυθμό».
Οι άνθρωποι επιδρούν στον ανόργανο ορυκτό κόσμο, προκαλώντας τη δημιουργία νέων ορυκτών ως ένα αθέλητο υποπροϊόν των διαφόρων δραστηριοτήτων τους. ενώ συνεχώς μετακινούν τεράστιες ποσότητες πετρωμάτων και ορυκτών από το ένα μέρος της Γης στο άλλο. Οι ερευνητές θεωρούν πιθανό ότι υπάρχουν εκατοντάδες ανθρωπογενή ορυκτά που ακόμη δεν έχουν αναγνωρισθεί, μέσα σε παλιά ορυχεία, χυτήρια, εγκαταλειμένα κτίρια κ.α.
Ο κατάλογος των 5.208 ορυκτών δεν περιλαμβάνει όσα οι άνθρωποι παράγουν βιομηχανικά. Πρόκειται για χιλιάδες νέα συνθετικά υλικά που έχουν ιδιότητες των ορυκτών, χωρίς να υπάρχει κάτι αντίστοιχο στο ηλιακό μας σύστημα, ίσως και και σε όλο το σύμπαν (ημιαγωγοί, κρύσταλλοι λέιζερ, μαγνήτες, μπαταρίες, τούβλα, τσιμέντο, χάλυβας, τιτάνιο, συνθετικοί πολύτιμοι λίθοι κ.α.). Τα υλικά αυτά, σύμφωνα με τον Χέιζεν, θα παραμείνουν στο γεωλογικό «αρχείο» για τα επόμενα δισεκατομμύρια χρόνια ως υπόμνηση ότι κάποτε υπήρξαν άνθρωποι στη Γη…