Ο ήρωας του βιβλίου, ο Χρυσοβαλάντης, είχε το όνομα της γιαγιάς του. Ηταν πολύ βολικός, επηρεασμένος από τη θρησκευόμενη μάνα του, τις αδελφές του, αλλά και από την εξουσία την οποία ασκούσε ο απόστρατος πατέρας του στο σπίτι. Το τρελό αφεντικό του, ο Εξαποδώ, τον πίεζε, τον έτρεχε. Σκέτο σκουπίδι ήταν γι’ αυτόν. Και όταν η τεχνολογία σάρωσε το χώρο του βιβλίου, επηρέασε και τον Εξαποδώ, με αποτέλεσμα να τον απολύσει. Τώρα, τον κερνούσαν οι άλλοι. Δεν ήταν απλά φτωχός, ήταν χρεωμένος. Ολοι το καταλάβαιναν. Οι γυναίκες ιδιαίτερα. Γι’ αυτό τον απέφευγαν. Γυναίκες! Είχε πολλές σχέσεις στη ζωή του. Η Ευμορφία, η Ρωρώ, το Μαρινάκι, Ρωσίδες… Ομως, δεν πλήρωνε μόνο κινητά και μικροδωράκια, μέχρι και σπουδές πλήρωσε, και αυτές οι αχάριστες εξαφανίστηκαν όλες. Ενέδιδε σε όλα τα καπρίτσια τους και όταν ερωτευόταν γινόταν αυτοκίνητο χωρίς τιμόνι. Αυτός, όμως, πάντα με τον καλό λόγο στο στόμα για τη Ρωσίδα, το Μαρινάκι… Μόνο για την Ευμορφία, τη Ρωρώ και το αφεντικό του, τον Εξαποδώ, δεν φειδόταν ύβρεων.
Τώρα πια στα πενήντα, στο μέσον της ζωής του, οικονομικά είναι κάτω από το μηδέν, έχει ζάχαρο, καρδιά, πάρεση προσώπου, πρόβλημα με τα δόντια και το βάρος. Εχει μετανιώσει και έχει ευχηθεί για πολλά στη ζωή του – μάρτυς του ο Θεός. Ο πνευματικός του τον συμβούλευε «να βρεις ένα καλό κορίτσι να παντρευτείς». Ομως, τελευταία, μια πάλη ένιωθε να γίνεται μέσα του. Μεταξύ Εξαποδώ και Θεού, μεταξύ μιας πόρνης και μιας σεμνής, για να την κάνει γυναίκα του. Ηθελε εδώ και καιρό να βρει δουλειά και να παντρευτεί με μια Γαλλίδα ή μια Αγγλίδα έστω. Ηθελε να κάνει οικογένεια. Ηθελε να νοικοκυρευτεί…
Ο πατέρας, η μάνα, οι αδελφές, οι πνευματικοί, η Ευμορφία, οι άλλες, το αφεντικό ο Εξαποδώ, οι αγνώμονες φίλοι, οι ψυχίατροι, τα πορνεία – ιδού οι συμπρωταγωνιστές στο βιβλίο «Μάρτυς μου ο Θεός». Ο ήρωάς του είναι αδύναμος, παχύς, ερωτύλος, ανασφαλής, υποταγμένος, θεοφοβούμενος, ψάλτης, υβρεολόγος, καλοπροαίρετος σε τέτοιο βαθμό ώστε οι άλλοι να τον θεωρούν ηλίθιο. Θέλει όλοι να τον αγαπούν, αλλά δεν εισπράττει αγάπη. Είναι ένα παιχνιδάκι στα χέρια των γυναικών και ενώ τις βρίζει, τις αγαπάει πολύ, τις σκέφτεται από το πρωί ως το βράδυ και σιγοψιθυρίζει συχνά-πυκνά «χωρίς γυναίκα, βρε, δεν κάνουμε στιγμή…».
Αυτό είναι το σκηνικό το οποίο στήνει ο συγγραφέας για να μιλήσει μέσα από τον ήρωά του, τον Χρυσοβαλάντη, για μια αρπακτική και ρατσιστική κοινωνία, η οποία θυματοποιεί τους αδύναμους. Με ξεχωριστή συγγραφική τέχνη, ο Χρυσοβαλάντης κινείται μέσα στο δραματικό τρίγωνο της ψυχολογίας με εναλλασσόμενους τους ρόλους του σωτήρα, διώχτη, θύματος, για να φανεί το ασύνδετο μιας ατελούς και αδύναμης προσωπικότητας.
Με χιούμορ που έχει κάτι από τη γοητεία του Γούντι Αλεν, απλοί παιδικοί συλλογισμοί ανατρέπουν την πρόταση προκαλώντας γέλιο και συγκίνηση. Παράξενη αντίδραση το γέλιο. Εχει βαθιά τις ρίζες του στο δράμα και τη θλίψη. Μοιάζει να το γνωρίζει πολύ καλά αυτό ο Τσίτας, με αποτέλεσμα ο σαρκασμός και ο αυτοσαρκασμός του ήρωά του να δίνονται με απλότητα έκφρασης, κάνοντας το βιβλίο απολαυστικό, ξεγυμνώνοντας ταυτόχρονα τη θλιβερή εικόνα της κοινωνίας. Κομμάτι της κοινωνίας και ο αναγνώστης, νιώθει μια άμεση σύνδεση με τα τεκταινόμενα στο βιβλίο. Εχει και αυτός τον αφανή ρόλο του στα δρώμενα, μέσα από τη ζωντάνια της αφήγησης του συγγραφέα. Αναγνωρίζει πολλά που έχουν συμβεί και στον ίδιο, ενώ άλλοτε διασκεδάζει με όσα διαβάζει και άλλοτε προβληματίζεται. Ιδιαίτερα όταν μένει «λεηλατημένος», στα κρύα του λουτρού.
ΤΙ ΔΙΑΒΑΣΑ
Ολο το βιβλίο είναι ένας μονόλογος, όπου το ένα θέμα εναλλάσσεται με το άλλο με γοργό ρυθμό και μικρές παραγράφους. Κι ενώ συχνά προκαλεί αβίαστο γέλιο, εξίσου συχνά το χαμόγελο κρεμάει στα χείλη του αναγνώστη από μια πικρή επιβεβαίωση: «Ναι, έτσι είναι!».
Ο Μάκης Τσίτας, με πλούτο λέξεων και κοφτές προτάσεις που δίνουν ταχύτητα, σφρίγος και την ένταση του ακαριαίου, παρουσιάζει ένα κείμενο ολοζώντανο. Η ελληνική γλώσσα απλώνεται στις σελίδες με μεγάλη ποικιλία: αρχαΐζουσα, καθαρεύουσα, εκκλησιαστική, καθομιλουμένη, ακόμη και αργκό, δίνοντας στο κείμενο την αίσθηση του ανάγλυφου, ελευθερώνοντας παράλληλα τη μουσικότητα των λέξεων, καθώς και τη γνώση και την αγάπη του συγγραφέα γι’ αυτήν.
Γεμάτη τόλμη και ενθουσιασμό, είχα γράψει στην πρώτη μου κριτική, το 2013, για το βιβλίο αυτό: «Ο Χρυσοβαλάντης μοιάζει να είναι φτιαγμένος από αυτή τη λογοτεχνική συνταγή του ήρωα που θα μείνει στην Ιστορία». Αργότερα, το 2014, δικαιώθηκα από την ευρωπαϊκή του βράβευση και την ακόλουθη εντυπωσιακή του πορεία. Τώρα, οκτώ χρόνια μετά, θα συμπλήρωνα ότι το βιβλίο έχει ήδη κατακτήσει μία σημαντική θέση στην ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, ως ένα κλασικό έργο στο οποίο προβάλλει ολοζώντανη η κωμική και θλιβερή πλευρά του ανθρώπου.
Ειδήσεις σήμερα
Ομιλία Ζελένσκι στη Βουλή: Οι αντιδράσεις των κομμάτων και ο μαχητής του Τάγματος Αζόφ
Πλεύρης: Θα κινηθούμε νομικά εναντίον της Πισπιρίγκου αν συκοφάντησε γιατρούς ή νοσηλευτές