Συνέντευξη στη Γιούλη Τσακάλου
Το βιβλίο είναι εμπνευσμένο από αληθινά γεγονότα που συνέβησαν κατά τη διάρκεια του πολέμου στην Ουκρανία και κατά τη διάρκεια βομβαρδισμών κατοικημένων πόλεων, όπως στη Λωρίδα της Γάζας και σε άλλα σημεία του πλανήτη. Η ιστορία και τα πρόσωπα είναι προϊόντα μυθοπλασίας.
-Το νέο σας βιβλίο, «Δευτέρα παρουσία», από τις εκδόσεις Καστανιώτη, έχει καταφέρει να ανοίξει έναν διάλογο για ζητήματα τα οποία απασχολούν τον σύγχρονο άνθρωπο. Ηταν μέσα στις προθέσεις σας να ξεκινήσετε μια αφύπνιση για όσα συμβαίνουν γύρω μας;
Η ιστορία του βιβλίου διαδραματίζεται σε μια βομβαρδιζόμενη πόλη και βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα που συνέβησαν στην Ουκρανία, στη Λωρίδα τη Γάζας και σε άλλα σημεία του πλανήτη. Πρόκειται για μια περιπέτεια επιβίωσης στις φλόγες του πολέμου, για μια ιστορία σκληρής ενηλικίωσης η οποία πραγματεύεται θέματα οικουμενικού και ανθρωπιστικού χαρακτήρα.
Αλλά ας τα πάρουμε από την αρχή. Μια εγγονή και μια γιαγιά βρίσκονται στο άδειο σαλόνι του σπιτιού τους. Η έφηβη Αννα προτείνει να βρουν καταφύγιο. Η γιαγιά Ολγα αρνείται. Η Αννα διαπιστώνει ότι τα πόδια της Ολγας έχουν παραλύσει. Τότε, η εγγονή παίρνει τη γιαγιά στην πλάτη και βγαίνουν από το σπίτι. Οι δύο γυναίκες σαν ένα σώμα θα έρθουν αντιμέτωπες με την αποσύνθεση ενός κόσμου, με σκιές και αγρίμια, με παρένθετες μητέρες και καταφύγια- φυλακές, με παιδομάζωμα, αλλά και με κάθε λογής όμορφα πλάσματα προσπαθώντας να επιζήσουν.
Σε αυτό το πλαίσιο, ήταν στις προθέσεις μου να ανοίξω μια συζήτηση για φλέγοντα σύγχρονα ζητήματα, όπως είναι οι βομβαρδισμοί άμαχων πληθυσμών, η εκμετάλλευση και η εμπορευματοποίηση του ανθρώπινου σώματος, οι γενοκτονίες με το άλλοθι ενός «πολιτισμένου» πολέμου, η περιθωριοποίηση των ηλικιωμένων, το αίτημα της καθημερινής διεκδίκησης των πλέον δεδομένων. Αν η τέχνη μου μπορεί να οδηγήσει σε «αφύπνιση», δεν το εξετάζω. Ο συγγραφικός στόχος μου είναι η συμπόρευση με τον αναγνώστη, η συνομιλία, η πρόσκαιρη κατάλυση της υπαρξιακής και συναισθηματικής μοναξιάς.
«Δευτέρα παρουσία» ο τίτλος, αλληγορικός και μεταφορικός. Ποιο το έναυσμα;
Ο τίτλος δεν έχει σχέση με το βιβλικό περιεχόμενο στο οποίο παραπέμπει, αν και μας κλείνει το μάτι. Αναφέρεται στις στιγμές που οι άνθρωποι έχουν μια δεύτερη ευκαιρία στη ζωή μετά από κάποια δυσκολία, μετά από μια μεταμορφωτική εμπειρία, μετά από έναν αγώνα επιβίωσης. Το έναυσμα για τον τίτλο υπήρξαν ορισμένες φράσεις από το μυθιστόρημα «Η πείνα» του νομπελίστα Κνουτ Χάμσουν.
Βρετανικό Μουσείο στον ΕΤ: Εποικοδομητικές οι συζητήσεις για τα Γλυπτά του Παρθενώνα
Πολύ συχνά βλέπουμε ιστορίες σαν αυτή της έφηβης Αννας και της γιαγιάς Ολγας, μιας ιστορίας διεκδίκησης των πλέον δεδομένων, της τροφής, του νερού, της ασφάλειας, της ελευθερίας, που όσο είναι έξω από τη δική μας πόρτα δεν εκτιμούμε. Μπορεί μια τέτοια πτωτική πορεία να ανατραπεί;
Οι άνθρωποι πρέπει να συνεχίζουν να αγωνίζονται ακόμη και όταν όλα μοιάζουν να έχουν καταστραφεί, πρέπει να εξακολουθούν να πιστεύουν ότι ακόμη και στις πιο ζοφερές καταστάσεις ελλοχεύει κάτι αισιόδοξο. Αυτό συμβαίνει συνέχεια στο βιβλίο. Η ελπίδα επανέρχεται στα πιο απίθανα σημεία: σε ένα αγόρι με αποκριάτικη μάσκα πάπιας, σε ένα καταφύγιο με παρένθετες μητέρες, σε μια χούφτα πασχαλίτσες, σε μια καταιγίδα που ξεδιψά, ξεπλένει, εξιλεώνει. Οι άνθρωποι οφείλουν να υπερασπίζονται την αλληλεγγύη και τη δικαιοσύνη για όλα τα έμβια όντα, πρέπει να οραματίζονται πάντα μια «Δευτέρα παρουσία» στη ζωή.
«Θα σου φτιάξω μια χώρα που δεν θα σε διώχνει…», είπε το αγόρι στο κορίτσι προς το τέλος του βιβλίου… Αυτή η αίσθηση από πού πηγάζει όταν το σκηνικό που περιγράφετε είναι τόσο ζοφερό;
Ολα τα έμβια πλάσματα στρέφονται προς το φως. Οι γυναίκες στη «Δευτέρα παρουσία» γίνονται μάρτυρες των σημείων και των τεράτων του πολέμου, της εκμετάλλευσης των εταιριών παραγωγής βρεφών κατά παραγγελία και «τέλειων όντων», της πιο σκληρής εκδοχής του κόσμου, αλλά μέσα σε αυτό το ζοφερό τοπίο η έφηβη ανακαλύπτει την άδολη φιλία, τον έρωτα, την ψυχική δύναμη και το σθένος που τη χαρακτηρίζουν, η γιαγιά είναι έμπρακτα «χρήσιμη» ως το τέλος, οι ήρωες συνασπίζονται και κινδυνεύουν όλοι μαζί σαν μια οντότητα και επειδή αναιρούνται όλα όσα θεωρούσαν δεδομένα, η αξία των πιο απλών αλλά σημαντικών πραγμάτων -της τροφής, του νερού, της στέγης, της τρυφερότητας, της αγάπης, της ειρήνης- μεγεθύνεται, αναζωπυρώνοντας το όραμα για έναν καλύτερο κόσμο.
«Θα σου φτιάξω έναν κόσμο που δεν θα σε διώχνει», λέει το αγόρι στο κορίτσι. «Θα σου φτιάξω έναν κόσμο που δεν θα σε πληγώνει», απαντάει το κορίτσι στο αγόρι και γίνονται ένα με τους λαβωμένους, τους καταπονημένους, τους αδύναμους κι όμως τόσο δυνατούς, τους ματαιωμένους κι όμως τόσο θαρραλέους, με όλους τους απροστάτευτους επιζώντες ενήλικες, τους διψασμένους για ζωή.
Υπάρχουν αλήθεια χώρες που δεν πληγώνουν;
Ισως οι «χώρες» που χτίζουμε οι ίδιοι για τον εαυτό μας, οι «τόποι» όπου κουρνιάζουμε, αναρρώνουμε, ανακτούμε δυνάμεις και ξεκινάμε κάθε πρωί από την αρχή, ίσως τα πρωτόλεια, υπέροχα εδάφη της «Δευτέρας παρουσίας».
Η ΖΩΗ ΜΑΣ ΦΕΡΝΕΙ ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΟΥΣ ΜΕ ΠΡΟΚΛΗΣΕΙΣ
Υπάρχουν ο χώρος και ο χρόνος ώστε ένας σύγχρονος άνθρωπος να μπορεί να εξερευνά τις περισσότερες διαστάσεις του εαυτού του;
Ακόμη κι αν δεν υπάρχει η «πολυτέλεια» του χρόνου και του χώρου ώστε ο άνθρωπος να εξερευνά συνειδητά περισσότερες πτυχές του εαυτού του, η ζωή μάς φέρνει συνέχεια αντιμέτωπους με προκλήσεις στις οποίες καλούμαστε να αντεπεξέλθουμε, διαπιστώνοντας νέα στοιχεία της ύπαρξής μας. Και μόνο η φθορά του εαυτού και των οικείων αποτελεί μια διαδικασία που αποκαλύπτει νέες διαστάσεις των σωμάτων, των δυνατοτήτων και των σχέσεων. Για αυτόν το λόγο, τα έργα μου έχουν ως πεδίο διεξαγωγής της αφήγησης κάποιο σημείο καμπής στη ζωή των ηρώων: τη στιγμή που μια γυναίκα κάνει μια ανάβαση στα τέσσερα ώστε να πραγματοποιήσει μια ικεσία, τη στιγμή που ένας άντρας σε κώμα αποκτά πρόσβαση στην εποχή πριν από τα πέντε του χρόνια, στην αχαρτογράφητη ζώνη της ύπαρξης, τη στιγμή που μια εγγονή παίρνει την παράλυτη γιαγιά της στην πλάτη και αγωνίζονται να επιβιώσουν σε μια βομβαρδιζόμενη πόλη.