Για πέμπτη χρονιά η εφημερίδα μας φιλοξενεί διηγήματα, και φέτος αναφέρονται στην πόλη της Αθήνας. Μιας ιστορικής πόλης με σπουδαία ιστορία και πολιτισμό. Σήμερα η Αθήνα έχει εξελιχθεί σε μια μεγαλούπολη που συγκεντρώνει τον μεγαλύτερο πληθυσμό της Ελλάδας. Εχει μετατραπεί η Αθήνα σε ένα μωσαϊκό με ψηφίδες πολιτισμού και γίνονται προσπάθειες να αποκτήσουν οι κάτοικοι μια εξωστρέφεια να βγαίνουν και να περπατούν στους δρόμους και να μάθουν να αγαπούν τον γενέθλιο τόπο όπου μεγάλωσαν.
Είκοσι δύο σύγχρονοι Ελληνες συγγραφείς μάς ταξιδεύουν, μας μαθαίνουν και αφηγούνται γνωστές και αθέατες πλευρές την πρωτεύουσας. Οι περιγραφές καθημερινών στιγμιότυπων μέσα από τη γραφή αποκτά μια νέα δυναμική, αφού το προσωπικό ύφος των δημιουργών μάς δίνει την ευκαιρία να απολαύσουμε τις διηγήσεις και τις αφηγήσεις.
Κάθε εφημερίδα είναι εστία πολιτισμού. Η δική μας εφημερίδα αγαπά το βιβλίο και σας χαρίζει υπέροχες στιγμές με τα καλοκαιρινά αναγνώσματα. Σας καλωσορίζουμε στον κόσμο της γραφής.
Εικόνες της σύγχρονης μεγαλούπολης
Γυρίζω όλον τον κόσμο. Πάντα όμως επιστρέφω εδώ. Στην πόλη των πρώτων αναμνήσεων. Μεγαλώνω μαζί της. Μέσα μου ζουν οι θεότητες και οι μύθοι της, τα εμπνευσμένα παρελθόντα της, τ’ ανθισμένα μπαλκόνια, ο αττικός ουρανός της. Είμαι οι επτά λόφοι, τα τέσσερα βουνά και τα τρία θαμμένα ποτάμια της. Οι πηγές και η θάλασσά τους. Μέσα μου κατοικεί ο ήλιος της. Και ας πληθαίνουν οι νοτιάδες, που τον πνίγουν στην κίτρινη σκόνη.
Κάποτε έφυγα για τα καλά. Ηθελα να ζήσω αναπνέοντας πράσινο. Αναπνέοντας φως. Να μη βλέπω τα σπίτια με τους κήπους να γκρεμίζονται, για να χτιστούν οκταώροφα τσιμέντα με γυαλί, πυλωτές και πάρκινγκ. Τάφοι των λεμονόδενδρων. Να μην βλέπω πεταμένες στα σκουπίδια τις φωλιές των πουλιών, τις λεύκες και τα πλατάνια να κόβονται, για να περάσει τραμ γαρνιρισμένο με γρασίδι. Δεν ήθελα να βλέπω τις εναπομείνασες νεραντζιές έξω από το σπίτι μου κλαδεμένες σε σχήμα μπάλας. Ούτε να πνίγομαι ανάμεσα σε σκαρφαλωμένα στα πεζοδρόμια αυτοκίνητα.
Πέθανε ο στιχουργός Νίκος Βρέττος
Γύρισα μετά από λίγα χρόνια. Δεν μπορώ να ζήσω αλλού. Γιατί αλλού δεν υπάρχει εκείνη η στροφή στο Θησείο που βγάζει στην Αποστόλου Παύλου και ξεπροβάλλει ο φωτισμένος βράχος της Ακρόπολης με το μεγάλο αυγουστιάτικο φεγγάρι. Ανέγγιχτο μέσα στους αιώνες. Σαν φωτοστέφανο. Θέλω να βυθίζομαι στα άφατα μάγια που αναδύονται από τα μονοπάτια του Φιλοπάππου και της Καισαριανής. Να τριγυρνάω άσκοπα, να χάνομαι στους δρόμους γύρω από τους Αέρηδες, την Αρχαία Αγορά, τον Κεραμεικό. Να συνωστίζομαι στους πάγκους των μικροπωλητών, να πίνω καφέ στα δρομάκια του Ψυρρή, να πηγαίνω στα μικρά θέατρα που είναι χωμένα στα στενάκια ή στα θερινά σινεμά που ακόμη ζουν μαζί με τις κόκκινες βουκαμβίλιες τους.
Οποτε δεν αντέχω το καυσαέριο κατεβαίνω στις εκβολές της. Λίγα μόλις χιλιόμετρα από το χάος. Βουτάω στη θάλασσα που πνίγει το θόρυβο της Ποσειδώνος, σβήνει τις θλιβερές αποτιμήσεις για το παρόν και τις δυσοίωνες προβλέψεις για το μέλλον της. Συναντάω τους φίλους, ακούμε μουσική, ακούμε το κύμα. Λίγο πριν δύσει, ψαρεύουμε λούτσους. Κάθε στιγμή είναι πολύτιμη. Γιατί κανείς δεν ξέρει πόσος χρόνος απομένει μέχρι να χαθούν για μας τα δειλινά. Γιατί στο κέντρο της πόλης το ηφαίστειο έχει εκραγεί. Η λάβα του ρέει προς τη θάλασσα, αφήνοντας πίσω της πωλητήρια, τουριστικά καταλύματα, πολυτελή θέρετρα και ξεσπιτωμένες αλεπούδες. Προχθές είδαμε και εμείς μια στην αμμουδιά. Στεκόταν λίγα μέτρα μακριά, μας κοίταζε με ένταση. Της πετάξαμε έναν λούτσο, τον άρπαξε, έτρεξε αστραπιαία προς τα βράχια. Ξαναγύρισε. Της πετάξαμε ένα μισοφαγωμένο σάντουιτς, γαλοπούλα, μαρούλι, μαγιονέζα. Το άρπαξε, έτρεξε αστραπιαία προς τα βράχια. Οχι, δεν ήρθε από το μεγάλο πάρκο στην άλλη όχθη της λεωφόρου. Αυτό δεν θα φτιαχτεί ποτέ.
Σήμερα πήγα με το μηχανάκι μου στον Ευαγγελισμό για τα φάρμακα της μητέρας μου. Εποχή με απόνερα κορωνοϊού. Αλλος ένας Οκτώβρης με μάσκα. Αλλος ένας Οκτώβρης με αφόρητη ζέστη. Τα τελευταία δυο-τρία χρόνια έχει μπερδευτεί, νομίζει πως είναι Αύγουστος. Μποτιλιαρισμένοι δρόμοι με μπούκωσαν καυσαέριο μέχρι ζάλης. Αμέτρητα ταξί που δεν είχαν πού να κοντοσταθούν για να αφήσουν ανθρώπους που προσπαθούσαν να πάνε ή να φύγουν από το νοσοκομείο. Εφτασα, στριμώχτηκα μπροστά στην είσοδο. Γύρω μου πλήθος. Σαν να ήμουν σε συλλαλητήριο. Μια γυναίκα στα μαύρα από την κορυφή μέχρι τα νύχια, φασκιωμένο πρόσωπο με μια μαντίλα (χωρίς μάσκα) με έσπρωχνε, μπουρδουκλωνόταν στα πόδια μου με επιμονή, ανελέητη επιμονή, μου έκλεινε το δρόμο προτάσσοντας ένα σταυρουδάκι (μαύρο και αυτό), να το αγοράσω. «Προσευχήσου ν’ αποκτήσουμε λίγο πράσινο», ήθελα να της φωνάξω. Λίγο πράσινο, για ν΄ αντέξουμε αυτή τη συμφορά που έχουμε συνηθίσει. Ολα τα έχουμε συνηθίσει, όλα τα έχουμε αποδεχτεί ως μοιραία. Αναπόφευκτα. Ανυπέρβλητα.
Οταν με ανακούφιση τελείωσα και ήταν να φύγω, «Δυο λεπτά. Λίγη υπομονή σάς παρακαλώ!», είπε η ευγενέστατη κυρία που με είχε κλείσει με το αυτοκίνητό της. Στάζαμε και οι δύο στον ιδρώτα. Υπομονή; Γιατί; Μήπως πρόκειται ν’ αλλάξει κάτι προς το καλύτερο; Να γκρεμιστούν τα τσιμέντα και να φτιαχτούν κήποι; Ενα πράσινο παρκάκι, έστω ένα πράσινο δρομάκι; Στη γειτονιά μου οι ρίζες των δένδρων σήκωσαν τις πλάκες των πεζοδρομίων, τσακίζονταν οι πεζοί, ξηλώθηκαν. Μαζί τους και τα δένδρα (για να μην το ξανακάνουν). Αντικαταστάθηκαν με τσιμέντο και πάλι τσιμέντο, για την «πράσινη» ανάπτυξη ποδηλατοδρόμων. Για τους ποδηλάτες που θα ποδηλατούν μέσα στα πενηντάρια της Σαχάρας.
Η ευγενέστατη κυρία έφυγε, με απεγκλώβισε, οδήγησα ανάμεσα σε ακινητοποιημένους ανθρώπους, που παραδομένοι χασμουριόντουσαν στο πίσω κάθισμα των ταξί, χωμένοι μέσα στις μάσκες τους. Κάποιοι μπορεί να ήταν οι αναξιοποίητοι ή αναξιόπιστοι συγκοινωνιολόγοι που σε αυτούς είχαμε εναποθέσει τις τελευταίες φρούδες ελπίδες μας.
Νόμιζα πως θα πεθάνω από ασφυξία με το κράνος, το μυαλό μου έβραζε μέσα στην αβάσταχτη ζέστη, είχα ξεχάσει να βγάλω τη μάσκα από το λαιμό, οι παλάμες μου κολλούσαν από το αηδιαστικό αντισηπτικό του νοσοκομείου, εκείνο με τη γλυκερίνη. Ο δρόμος πίσω από τη Βουλή, αυτός που έχει πάντοτε δροσιά, ήτανε πάλι κλειστός. Ολοι οι δρόμοι πηγμένοι, εκείνος άδειος. Απαγορευμένη διαφυγή. Απαγορευμένος και ο δρόμος πιο κάτω, παράλληλα με το δρόμο του τραμ. «Μόνο για λεωφορεία» γράφει η πινακίδα, αναίσχυντα. Αδειος και ούτε ένας τροχονόμος να μας σώσει. Αδειος, δίπλα στο ποτάμι των εξατμίσεων, δίπλα στη δυσωδία των καταλυτών, στις λαμαρίνες θερμοκρασίας εξήντα βαθμών. Αδειος και προκλητικός.
Υστερα, ήρθε η ελευθερία της Συγγρού. Μια μεγάλη ευθεία για τη μηχανή που θέλει να ξεμπουκώσει, ν΄ ανεβάσει στροφές έστω για μερικά λεπτά, να με χτυπήσει λίγο το αεράκι, να πάρουν τα πνευμόνια μου πολύτιμη ανάσα.
Στο βάθος τρεμουλιάζει σαν νερό η άσφαλτος. Και ο Σαρωνικός, πάντα εκεί, ασημένιος. Σαν οφθαλμαπάτη.