Πώς ξεκίνησε η ιδέα της συγγραφής του βιβλίου «Το Δουργούτι της Κατοχής και της Αντίστασης 1941-1944», εκδόσεις «Εταιρεία Σύγχρονης Ιστορίας»;
Στο Δουργούτι έζησα σχεδόν όλη την παιδική και την εφηβική μου ηλικία. Στις προσφυγικές πολυκατοικίες, τόσο τις παλαιές με το χαρακτηριστικό κίτρινο χρώμα δίπλα στο ξενοδοχείο «Intercontinental» στη λεωφόρο Συγγρού όσο και στις νεόδμητες που έγιναν μετά τη δεκαετία του ’60, έμεναν φίλοι και συμμαθητές μου. Στις αλάνες του Δουργουτίου παίζαμε, χωρίς κανένας να γνωρίζει την ιστορία της περιοχής. Τότε στο σχολείο δεν υπήρχε στο πρόγραμμα σπουδών η έννοια «τοπική ιστορία». Ομως, και να υπήρχε, ποιος γνώριζε για να τη διδάξει; Πολύ αργότερα, για την ολοκλήρωση ενός Προγράμματος Μεταπτυχιακών Σπουδών του Παντείου, απαιτήθηκε η επιλογή ενός «πρωτότυπου» θέματος για τη διπλωματική εργασία μου. Κατέληξα να προτείνω για έρευνα κάτι σχετικό με την παλιά γειτονιά μου, έχοντας ήδη συνειδητοποιήσει την ιδιαιτερότητά της στο χθες και το σήμερα. Επειτα από δύο χρόνια έρευνας κατάλαβα γιατί ποτέ κανείς δεν μας μίλησε για την ιστορία της. Το Δουργούτι ανήκε σε αυτό που η Λίλα Λεοντίδου αποκαλεί «πόλεις της σιωπής», όρος δανεισμένος από τον Αντόνιο Γκράμσι με συγκεκριμένο ταξικο-ιστορικό περιεχόμενο. Η απόφαση της έκδοσης της διπλωματικής εργασίας μου σε βιβλίο έγινε με σκοπό να γνωρίσουν περισσότεροι άνθρωποι το «άγνωστο» και γοητευτικό Δουργούτι, εστιάζοντας στην κρίσιμη περίοδο της Κατοχής και της Αντίστασης (1941-1944). Τώρα πια καταλαβαίνω γιατί καταδικάσθηκε το Δουργούτι στη λήθη και με αυτό το βιβλίο ελπίζω να δημιουργηθεί μια κάποια ρωγμή σε αυτό που οι ιστορικοί αποκαλούν «σιωπές της ιστορίας».
Γιατί ονομάστηκε Δουργούτι;
Υπάρχουν διάφορες εκδοχές. Η Νικολίνα Μυωφά, στη διδακτορική της διατριβή το 2019 για τις «εργατικές πολυκατοικίες του Δουργουτίου και του Ταύρου», θεωρεί ως πιθανότερη εκδοχή την προέλευση της ονομασίας από τον Ντουργούτ πασά, έναν γαιοκτήμονα της τότε εποχής. Ομως, μεγαλύτερο ενδιαφέρον έχουν οι προσπάθειες αλλαγής της ονομασίας της περιοχής από το επίσημο κράτος σε ονόματα πιο εύηχα και αρχαιοπρεπή. Το «Δουργούτι» πάντα παρέπεμπε στις προσφυγικές αρμενικές καταβολές της περιοχής.
Πού βρισκόταν η συγκεκριμένη περιοχή;
Το Δουργούτι από το 1921 μέχρι το 1960 ήταν μια αδόμητη παραγκούπολη στο νοτιοανατολικό άκρο του Δήμου Αθηναίων. Κάτωθεν του οδοστρώματος της λεωφόρου Καλλιρρόης κυλούν ήρεμα τα νερά του Ιλισσού ποταμού οδεύοντας προς την Καλλιθέα. Μεταξύ των λεωφόρων Συγγρού και Καλλιρρόης βρισκόταν το παλιό εργοστάσιο ζυθοποιίας «Φιξ», εμβληματικό τοπόσημο της περιοχής. Σήμερα σε ένα μέρος του εργοστασίου στεγάζεται το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης. Το πιο σημαντικό είναι ότι από τις απαρχές της αυτή η παραγκούπολη ήταν δίπλα στην πολύβουη λεωφόρο Συγγρού, βασικό οδικό άξονα σύνδεσης του κέντρου της Αθήνας με το Φάληρο και το λιμάνι του Πειραιά.
Ποιοι ήταν οι πρώτοι κάτοικοι;
Αρμένιοι πρόσφυγες από την Κιλικία, που έφτασαν το 1921 κυνηγημένοι από τους Τούρκους. Με το μεγάλο προσφυγικό κύμα, μετά την κατάρρευση του μετώπου και την καταστροφή της Σμύρνης, τουλάχιστον 45.000 Αρμένιοι πρόσφυγες καταφθάνουν στην Ελλάδα, εκ των οποίων 7.000 στήνουν τα αντίσκηνά τους στη βαλτώδη και αδόμητη περιοχή του Δουργουτίου, με θέα τον λόφο Φιλοπάππου και την Ακρόπολη. Σιγά σιγά τα αντίσκηνα γίνονται πρόχειρες παράγκες με τα χέρια τους, με ευτελή υλικά, χώμα, λάσπη, άχυρο και κάθε είδους άχρηστο υλικό που ψάρευαν από τον Ιλισσό.
Πέθανε ο συγγραφέας Βασίλης Λιόγκαρης
Μπορείτε να περιγράψετε μια μέρα στο Δουργούτι;
Κανείς δεν μπορεί να φανταστεί μια αρμενική κοινότητα χωρίς εκκλησίες και σχολεία. Η κοινότητα στο Δουργούτι έστησε αμέσως τις δικές της εκκλησίες και τα σχολεία της. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι Αρμένιοι ήταν και είναι λαός της Διασποράς και έπρεπε να διατηρήσουν τη συνοχή και τις παραδόσεις τους. Ενας από τους Αρμένιους ήταν και ο Οβανές Μαρτικιάν, ο οποίος έφτασε στο Δουργούτι το 1925 με τη γυναίκα του και τις δύο του κόρες. Δούλευε ως εργάτης στην ΕΘΕΛ, ένα εργοστάσιο ελαστικών εκεί όπου είναι σήμερα το ξενοδοχείο «Intercontinental». Το βράδυ πήγαινε στο καφενείο του «Αράμ», που ήταν στην περίφημη Αγορά του Δουργουτίου. Εκεί διασκέδαζε και πολιτικολογούσε με τους φίλους του. Τα κορίτσια πήγαιναν μέχρι τη λεωφόρο Συγγρού, όπου ήταν τα περίπτερα. Στα καφενεία δεν άκουγες παρά μόνο τουρκικά και αρμενικά τραγούδια.
Συζούσαν αρμονικά οι κάτοικοι μεταξύ τους;
Ο συνοικισμός αποτελείτο από 80% Αρμένιους και 20% Ελληνες που μοιράζονταν την ίδια μοίρα, τον κοινό πόθο της επιστροφής και τη μνήμη. Αυτά που τους χαρακτήριζαν ήταν η αγάπη και η αλληλεγγύη. Στο βιβλίο μου γράφω ότι «οι άνθρωποι αυτοί μας κληροδότησαν αξίες παντοτινές».
Πότε αποφασίστηκε η κατεδάφιση της περιοχής;
Το 1965 ο πρωθυπουργός Γεώργιος Παπανδρέου, με το σύνθημα «Θάνατος στην παράγκα!», σηματοδότησε τη θεμελίωση ενός νέου οικισμού προσφυγικών – λαϊκών πολυκατοικιών στο ∆ουργούτι µε την κατεδάφιση των παραπηγµάτων. Το πρόγραμμα ολοκληρώθηκε το 1971 και ο αρμενικός χαρακτήρας του συνοικισμού χάθηκε για πάντα. Σήμερα η ευρύτερη περιοχή λέγεται «Νέος Κόσμος».
Σώζονται φωτογραφίες και εικόνες, αναμνήσεις από εκείνη την περίοδο;
Ο Ελβετός φωτογράφος Χανς Γκέρμπερ, το 1955, με τον φακό του απαθανάτισε σπάνιες στιγμές από τη ζωή στον συνοικισμό. Κάποιος μπορεί να τις βρει ελεύθερα στο Διαδίκτυο. Το 1953, ο Νίκος Κούνδουρος επισκέπτεται το Δουργούτι και τον συγκλονίζουν οι άθλιες συνθήκες διαβίωσης σε καταλύματα από τσίγκους και χαρτόνια. Το εξαφανισμένο πια Δουργούτι της δεκαετίας του ’50 αποτελεί το σκηνικό της πρώτης του ταινίας «Μαγική πόλη», έναν χρόνο μετά.