Ο διακεκριμένος σκηνοθέτης και πρώην καλλιτεχνικός διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου, Γιάννης Χουβαρδάς, επιστρέφει στην Εθνική Λυρική Σκηνή. Μετά τη μεγάλη επιτυχία της «Υπόθεσης Μακρόπουλου» του Γιάνατσεκ το 2018 ο κορυφαίος σκηνοθέτης υπογράφει την εμβληματική όπερα των Κουρτ Βάιλ και Μπέρτολτ Μπρεχτ «Η άνοδος και η πτώση της πόλης Μαχαγκόννυ», που ανεβαίνει από τις 12 Απριλίου και για έξι παραστάσεις στην Αίθουσα Σταύρος Νιάρχος στο ΚΠΙΣΝ.
Με αφορμή την επικείμενη πρεμιέρα, ο Γιάννης Χουβαρδάς μιλά στον «Ε.Τ.» της Κυριακής και μας ταξιδεύει στη δική του σύγχρονη και γοητευτική πόλη του Μαχαγκόννυ. Τη νέα παραγωγή του αριστουργήματος του 20ού αιώνα διευθύνει ο Μίλτος Λογιάδης, ενώ συμμετέχει μία πλειάδα σπουδαίων Ελλήνων πρωταγωνιστών.
Εκατό σχεδόν χρόνια μετά την πρώτη παρουσίαση της όπερας των Βάιλ και Μπρεχτ, πόσο επίκαιρη εξακολουθεί να είναι στην εποχή μας;
Στην πραγματικότητα, τίποτα δεν έχει αλλάξει από τότε. Ο καπιταλισμός ανθεί μέσω της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο (που σήμερα γίνεται εν πολλοίς με τη συναίνεση του εκμεταλλευομένου που περιμένει την κατάλληλη ευκαιρία να γίνει ο ίδιος εκμεταλλευτής – το «Μαχαγκόννυ» μιλάει και γι’ αυτό), αλλά και ταυτόχρονα το άνοιγμα ενός απέραντου πεδίου «ευκαιριών», όπου το «αμερικάνικο όνειρο» καραδοκεί να αρπάξει στα δίχτυα του όσους οραματίζονται μια κυρίαρχη θέση στην πυραμίδα του συστήματος.
Πώς φαντάζεστε την πόλη Μαχαγκόννυ;
Αν το Μαχαγκόννυ ήταν μια αληθινή πόλη, θα έμοιαζε με το Λας Βέγκας, ιδίως την εποχή που ιδρύθηκε για να εξυπηρετήσει τις ψυχαγωγικές, καταναλωτικές και σαρκικές ανάγκες των ανδρών εργατών που είχαν συρρεύσει στην έρημο της Νεβάδας για να χτίσουν το Φράγμα Χούβερ – και, φυσικά, να απαλλοτριώσει προς όφελος των μεγαλοεργολάβων και της μαφίας τον όποιο πλούτο είχαν συσσωρεύσει με τρομερό κόπο και ιδρώτα. Σήμερα, τέτοιες πόλεις ιδρύονται σε αντίστοιχες περιοχές και με αντίστοιχους στόχους, υπό τον μανδύα μιας «βιώσιμης» οικολογικά και περιβαλλοντικά ανάπτυξης. Δείτε π.χ. την πόλη The Line που χτίζεται στην έρημο της Σαουδικής Αραβίας. Στην παράστασή μας η νέα πόλη χτίζεται τούβλο τούβλο μπροστά στους θεατές, για να αποδομηθεί αργότερα και πάλι ενώπιόν τους, πρώτα σαν πνευματικό περιεχόμενο και ύστερα σαν υλική υπόσταση.
Μιλήστε μας για τις βασικές γραμμές της σκηνοθεσίας σας. Εχετε αφήσει το έργο στην εποχή που γράφτηκε ή θέλετε να του δώσετε μια άχρονη διάσταση;
Στη δισκογραφία, με τον Στέλιο
Διαχρονική. Υπάρχουν ταυτόχρονα η εποχή που γράφεται το έργο, η σημερινή και η αίσθηση μιας αδιευκρίνιστης μελλοντικής εποχής. Μια βασική πηγή έμπνευσης για τους συνεργάτες μου και εμένα ήταν το «Μετρόπολις» του Φριτς Λανγκ και η χρήση ζωντανού βίντεο μέσα σ’ ένα σκηνικό που συνεχώς μεταβάλλεται από τους περφόρμερ ενισχύει τη ρευστότητα τόσο της εποχής όσο και των εντυπώσεων που αποκομίζει ο θεατής. Κι αυτό -η συνεχής μεταβολή των δυναμικών μέσα από τις εγγενείς αντιφάσεις του συστήματος- ήταν πάντα ένα από τα βασικά ζητούμενα του επικού θεάτρου του Μπρεχτ.
Με ποια σύγχρονη πόλη θα παραλληλίζατε την πόλη Μαχαγκόννυ;
Παρόλο που, όπως είπα προηγουμένως, διάφορα επίδοξα «Μαχαγκόννυ» έχουν ξεφυτρώσει κατά τη διάρκεια της ανθρώπινης ιστορίας (για τους Μπρεχτ-Βάιλ υπάρχει παραλληλισμός και με τη Νεφελοκοκκυγία του Αριστοφάνη, αλλά ακόμα και με πόλεις της βιβλικής εποχής, όπως τα Σόδομα και τα Γόμορρα), κανένα σύγχρονο εγχείρημα δεν μπορεί να παραλληλιστεί με το Μαχαγκόννυ όπως αποδίδεται σ’ αυτό το αριστουργηματικό συνονθύλευμα από ιδιοφυή μουσική, απολαυστική πλοκή και συναρπαστική ατμόσφαιρα. Η πόλη, που «σαν τεράστιο δίχτυ, προορίζεται να αρπάξει τα βρώσιμα πουλιά» που πετάνε προς τα εκεί, είναι μια φανταστική σύλληψη που, όπως όλα τα μεγάλα έργα, αντλεί τη μεγάλη της ελκυστικότητα από τη δύναμη της αλληγορίας.
Η ελληνική κοινωνία, στη σημερινή οικονομική κρίση, πόσο μπορεί να παραλληλιστεί με την πόλη του κέρδους και των ηδονών;
Αν το καλοσκεφτούμε, μικρά ή μεγαλύτερα «Μαχαγκόννυ» ιδρύονται και καταστρέφονται συνεχώς μπροστά στα μάτια μας και σήμερα. Τόσο στην παγκοσμιοποιημένη κοινωνία μας όσο και στον ελληνικό μας μικρόκοσμο. Μεγάλες επιχειρήσεις, βιομηχανίες, αόρατες χρηματοπιστωτικές οντότητες, μικρομεσαία μαγαζιά, ιδρύματα, ιδεολογικά σχήματα, θεσμοί, ακόμα και σπίτια. Ολα αυτά είναι μικρότερου και μεγαλύτερου μεγέθους μικρογραφίες του Μαχαγκόννυ: Στο «πατρικό» προστατευτικό πλαίσιο του καπιταλιστικού μας συστήματος, όλοι αυτοί οι -ανθρώπινοι, σε τελική ανάλυση- οργανισμοί, ιδρύονται, ακμάζουν, παρακμάζουν, καταστρέφονται. Ολοι έχουν πάντα μεγαλεπήβολους στόχους. Ολοι κάποια στιγμή αποκαλύπτονται ως έντεχνες παγίδες για κάτι άλλο. Και όλοι παρέρχονται, για να δώσουν τη θέση τους σε μια καινούργια, πιο λαμπερή μετενσάρκωση. Και η ζωή συνεχίζεται.
Πόσο η καταπληκτική μουσική του Βάιλ συμβάλλει στην επιτυχία, στη διαχρονικότητα του έργου και το πέρασμά του στο κοινό;
Νομίζω πως ο Βάιλ έχει γράψει εδώ την πιο εμπνευσμένη του μουσική. Εννοείται πως έπειτα από μια παράσταση του «Μαχαγκόννυ» ο θεατής-ακροατής σιγομουρμουρίζει πολλά από τα μοτίβα που έχει ακούσει. Και μιλάμε για ένα πολύ δομημένο μουσικό σύμπαν, με πολλές «δύσκολες» μελωδίες, σκοτεινά μοτίβα, κάποια κομμάτια σχεδόν ατονάλ (που, φυσικά, περιλαμβάνει και μερικά διάσημα, πιο «ξεσηκωτικά» μοτίβα). Ομως, είναι τόσο πλούσιο αυτό το σύμπαν, τόσο οργανικά δεμένο με το λιμπρέτο του Μπρεχτ και τόσο ζωντανό κάθε στιγμή, που εμπλέκει τον θεατή από την αρχή μέχρι το τέλος σε μια ουσιαστική και ενθουσιαστική μέθεξη.
Πρόσφατα στην Εναλλακτική Σκηνή της ΕΛΣ είδαμε και το «Σαλό, 120 ημέρες στα Σόδομα» του Παζολίνι, επίσης με αναφορές στον φασισμό και καπιταλισμό της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Γιατί πιστεύετε ότι επιστρέφουμε σε αυτά τα έργα;
Τα κοινωνικά, ιδεολογικά και πολιτικά χαρακτηριστικά εκείνης της εποχής μαζί με μια ατμόσφαιρα γενικότερης παρακμής ελλοχεύουν πάντα. Θα θέλαμε όλοι μας να πιστέψουμε ότι ζούμε σε μια ιδανική Δημοκρατία, χωρίς διακρίσεις και με προστασία των πιο αδύναμων, όπου το σύνολο των ανθρώπων κοιτά χαμογελαστά προς ένα ηλιόλουστο μέλλον. Φευ, είναι μόνο ψευδαίσθηση. Οση πρόοδος και να έχει συντελεστεί, υλική και πνευματική, όσο και να αντιστέκονται οι πνευματικοί φάροι της εποχής μας, η ανθρωπότητα είναι πάντα ένα βήμα πριν από το χείλος του γκρεμού. Που κανείς δεν ξέρει τι πραγματικά κρύβει στα βάθη του.
«ΤΟ ΘΕΑΤΡΟ Η ΒΑΣΙΚΗ ΜΟΥ ΕΜΠΝΕΥΣΗ ΚΑΙ ΕΝΑΣΧΟΛΗΣΗ»
«Η όπερα μπορεί να είναι το πιο ολοκληρωτικό είδος τέχνης»
Επιστρέφετε στη Λυρική και την Αίθουσα Σταύρος Νιάρχος έξι χρόνια μετά την «Υπόθεση Μακρόπουλου» του Γιάνατσεκ. Ποια είναι η δική σας σχέση με την όπερα; Ποια τα ακούσματά σας από αυτό το είδος;
Από μικρός άκουγα πολλή όπερα, κυρίως την πιο «εύπεπτη» – Βέρντι, Πουτσίνι κ.λπ. Σκηνικά, όμως, δεν με είχε απασχολήσει, γιατί παλαιότερα οι παραστάσεις όπερας ήταν πολύ συντηρητικές, μουσειακές θα έλεγα. Το 1999, όμως, με πλησίασε η Οπερα του Γκέτεμποργκ για μια συνεργασία και έπειτα από πολλές πιέσεις (είχα τότε την αποκλειστική ευθύνη του Θεάτρου του Νότου στο «Αμόρε») δέχτηκα να ανεβάσω την «Ηλέκτρα» του Στράους στη Σουηδία. Η υποδοχή της παράστασης ήταν τόσο θετική, που με ανάγκασε να ξαναδώ από την αρχή το ζήτημα «όπερα» και, έτσι, άρχισα να σκηνοθετώ και έργα του λυρικού ρεπερτορίου, κυρίως στο εξωτερικό. Φυσικά, το θέατρο είναι για εμένα πάντα η βασική μου έμπνευση και δημιουργική απασχόληση, αλλά όταν μου γίνονται προτάσεις με έργα στα οποία βρίσκω πεδίο βαθύτερης εμπλοκής (όπως εδώ), ανταποκρίνομαι αμέσως, γιατί κάτω από προϋποθέσεις το μέσον «όπερα» μπορεί να είναι το πιο ολοκληρωτικό είδος τέχνης.
Ποια πιστεύετε ότι είναι η σχέση του ελληνικού κοινού με το είδος της όπερας;
Το ελληνικό κοινό έχει έρθει τα τελευταία χρόνια πολύ πιο κοντά στην όπερα – στο μουσικό θέατρο γενικά, πιστεύω. Οσο αυξάνονται οι αξιόλογοι -νεότεροι και παλαιότεροι- καλλιτέχνες που ασχολούνται με το είδος τόσο θα πολλαπλασιάζεται το κοινό που προσελκύει η όπερα. Και όσο συμβαίνει αυτό, θα διευρύνεται και η οπτική του πιο «κλασικού» στην πρόσληψη του κοινού απέναντι στις πιο «τολμηρές» ιδέες των δημιουργών, για τις οποίες ενδεχομένως τρέφει ακόμα μια επιφύλαξη.
ΓΙΑ ΤΟ ΕΘΝΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ:
«Δεν μου λείπει η διοίκηση»
Ησασταν για χρόνια στο τιμόνι της καλλιτεχνικής διεύθυνσης του Εθνικού Θεάτρου. Σας λείπει η διοίκηση;
Οχι, καθόλου. Μαζί με τη χαρά να διοικεί έναν μεγάλο οργανισμό και να προωθεί προς το κοινό τις δικές του ιδέες για το καλλιτεχνικό έργο και την οργάνωση ενός κρατικού θεάτρου, ένας καλλιτεχνικός διευθυντής βιώνει πολλές δυσκολίες σε καθημερινό επίπεδο, δυσκολίες που η Πολιτεία θα έπρεπε να είχε λύσει από καιρό -υποχρηματοδότηση, έλλειψη σύγχρονων εσωτερικών κανονισμών, κτιριακών υποδομών και τεχνικού εξοπλισμού, υποστελέχωση και άλλα. Για να είμαι, βέβαια, δίκαιος, όλα αυτά μπορούμε να τα αναγνωρίσουμε ως διαχρονικά προβλήματα σε όλο το φάσμα των δημόσιων οργανισμών, όχι μόνο των θεατρικών. Οπότε, σήμερα απολαμβάνω να συνεισφέρω όσο μπορώ με τις καλλιτεχνικές μου δυνάμεις, βλέποντας από ασφαλή ως προς τα διοικητικά απόσταση τις νεότερες γενιές να παλεύουν με τις δικές τους δυνάμεις ενάντια στους αιώνιους δαίμονες.
Info
«Η ΑΝΟΔΟΣ ΚΑΙ Η ΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ ΜΑΧΑΓΚΟΝΝΥ»
Νέα παραγωγή της εμβληματικής όπερας των Κουρτ Βάιλ και Μπέρτολτ Μπρεχτ
ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Γιάννης Χουβαρδάς
ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΟΡΧΗΣΤΡΑΣ: Μίλτος Λογιάδης
ΠΑΡΑΣΤΑΣΕΙΣ: 12, 14, 19, 21, 23, 25 Απριλίου 2024.
ΠΟΥ: Αίθουσα Σταύρος Νιάρχος Εθνικής Λυρικής Σκηνής – ΚΠΙΣΝ. ΩΡΑ ΕΝΑΡΞΗΣ: 19.30 (Κυριακή: 18.30). Εισιτήρια: €10-€90 ΠΡΟΠΩΛΗΣΗ: Ταμεία ΕΛΣ (καθημερινά 9.00-21.00, τηλ. 2130885700), www.ticketservices.gr
Ειδήσεις σήμερα
Η πρώτη εμφάνιση της Ζωζώς Σαπουντζάκη μετά το πρόβλημα υγείας [βίντεο]