- Και ο τίτλος αυτού «Δύο καλοκαίρια και μισό φθινόπωρο»! Γιατί;
Όπως και τώρα, έτσι και στην αρχή της δεκαετίας του 1970 που εκτυλίσσεται η ιστορία μου, οι μαθητές προετοιμάζονταν από το καλοκαίρι της Ε΄ Γυμνασίου, σημερινής Β΄ Λυκείου, για τις εισαγωγικές στο Πανεπιστήμιο. Οι εξετάσεις γίνονταν Σεπτέμβριο, οπότε είχαν δύο καλοκαίρια σχετικής ανεξαρτησίας, αφού έπρεπε να διαβάζουν, ενώ η υπόλοιπη οικογένεια ίσως να έφευγε για διακοπές. Τα αποτελέσματα έβγαιναν περί τα τέλη Οκτωβρίου, και τότε ο Οκτώβρης ήταν στ’ αλήθεια φθινοπωρινός! Και μπορούσαν σε αυτό το χρονικό διάστημα να συμβούν συνταρακτικά πράγματα σε δεκαοχτάχρονες κοπέλες που αναμετριούνταν με τις δυνατότητές τους για το μέλλον.
- Ποιος θα λέγατε ότι είναι ο πυρήνας της ιστορίας σας; Η πεμπτουσία του;
Η φιλία των κοριτσιών είναι σίγουρα ο πυρήνας και η πεμπτουσία της ιστορίας. Η φιλία μεταξύ τους, το πώς πλησιάζει η μια την άλλη, το πώς γίνονται παρέα, το πώς αλλάζουν μέσα από την παρέα τους, πώς στηρίζουν η μία την άλλη ακόμα και χωρίς να το καταλαβαίνουν, το πόσο σημαντικές γίνονται η καθεμία για την άλλη. Οι επιλογές τους στην κρίσιμη αυτή στιγμή της ζωής θα ήταν αλλιώτικες αν δεν ήταν φίλες. Η φιλία τους είναι η μυστική τους δύναμη.
- Τι ποσοστό από αυτή την ιστορία είναι μυθοπλασία και τι ποσοστό πραγματικά γεγονότα; Και πώς δουλέψατε πάνω στα γεγονότα και πιθανώς τις δικές σας εμπειρίες;
Τέλειωσα κι εγώ το Γυμνάσιο την ίδια χρονιά με τις ηρωίδες μου, πήγαινα σε ιδιωτικό σχολείο, ήμασταν τέσσερις φίλες, περάσαμε οι τρεις στη Θεσσαλονίκη, είχαμε κάνει κοπάνα την άνοιξη, ένα σωρό περιστατικά είναι αληθινά, αλλά κανένα δεν είχε στη ζωή μου τη θέση που έχει στην ιστορία. Όλα τα έχω είτε ζήσει είτε ακούσει είτε συναντήσει, αλλά μπλέχτηκαν με διαφορετικό τρόπο στην ιστορία. Θεωρώ λοιπόν ότι πρόκειται για μυθοπλασία, παρά τη χρήση πραγματικών περιστατικών, αφού τα πρόσωπα είναι φανταστικά, και τα ζουν όλα με τον δικό τους τρόπο. Ζουν βέβαια κάτι που ζήσαμε όλοι μας τότε, την προσβολή που υπήρξε η χούντα, πολύ πραγματική, δυστυχώς. Τη ζουν με τον γενικό τρόπο που τη ζούσαμε τότε, με τον διάχυτο φόβο που βασίλευε στις ζωές μας, την αγανάκτηση, τη στεναχώρια για τη στέρηση των καταπληκτικών πραγμάτων που συνέβαιναν τότε στη Δύση, την καταπιεσμένη επιθυμία να εκδηλώσουν την αντίθεσή τους.
ΤΙ ΔΙΑΒΑΣΑ
- Για εμάς, τις επόμενες γενιές, το Πολυτεχνείο ήταν ορόσημο. Παραμένει για τα σημερινά παιδιά;
Να διευκρινίσω, για να μην απογοητευτούν οι πιθανοί αναγνώστες, ότι η ιστορία του βιβλίου μου σταματά δύο χρόνια πριν από το Πολυτεχνείο.
Συχνά προσπαθώ να εξηγήσω σε νεότερους πως το Πολυτεχνείο δεν χρειάζεται να εξιδανικεύεται. Συνέβη έπειτα από έξι χρόνια δικτατορίας που προσπαθούσε να ελέγξει κάθε έκφανση της καθημερινότητας, ειδικά στην εκπαίδευση. Ήταν μεγάλο πισωγύρισμα, ακόμα το πληρώνουμε, αφού δεν κάναμε τότε αυτό που γινόταν παντού στη Δύση, την πανηγυρική αλλαγή ηθών και αξιών η οποία καθόρισε την κοινωνία, τους νόμους, τις νοοτροπίες, τη ζωή μας όπως τη ζούμε σήμερα. Είχαμε πάρει φόρα στην αρχή του ’60, ξεπερνούσαμε τα τραύματα του Εμφυλίου, εκδημοκρατιζόμασταν, η μεταρρύθμιση Παπανούτσου στην εκπαίδευση ήταν συγκλονιστικά προοδευτική, άνοιγαν τα μυαλά μας, και ξαφνικά ένα χαστούκι μάς έριξε πίσω στα ίδια και χειρότερα. Το Πολυτεχνείο ήταν μια ωραία στιγμή αντίστασης, αλλά δεν μπορεί να καλύψει όλα αυτά τα κενά, ούτε χρειάζεται να είναι ορόσημο για τις επόμενες γενιές. Με στεναχωρούν πολύ οι τελετουργίες βίας που επαναλαμβάνονται για να βιωθεί σαν έξαρση μια οποιαδήποτε σύγκρουση με το κράτος, λες και είναι ίδιο πράγμα η δημοκρατία που ζούμε τώρα, με τα χίλια στραβά, με τη δικτατορία τότε.
- Τέσσερις φίλες ολότελα διαφορετικές μεταξύ τους οι ηρωίδες σας: τα γεγονότα μεγάλα μικρά που αλλάζουν τη ζωή τους! Χούντα, Απρίλης του ’67, γενιά του Πολυτεχνείου, Νοέμβρης του ’73! Παρά το ζοφερό θέμα του βιβλίου, στην αφήγησή σας υπάρχει συχνά μια ανάγκη να δικαιολογήσετε κάποιες καταστάσεις. Πρόκειται για μια επιλογή τεχνικής φύσης ή για έναν ψυχολογικό μηχανισμό άμυνας του αφηγητή απέναντι σε όσα θλιβερά αφηγείται;
Οι αφηγήτριες μιλούν κάποια χρόνια μετά, έχουν φυσιολογική ανάγκη να εξηγούν, άρα είναι περισσότερο κλασική τεχνική για αναφορές στο παρελθόν και λιγότερο μηχανισμός άμυνας.
- Τι θέλατε να εισπράξει ο αναγνώστης από αυτό; Και τι ελπίζετε να κρατήσει από το βιβλίο, ιδίως σε ό,τι αφορά την κατανόηση της Ιστορίας και τον αντίκτυπό της στο παρόν και στην κοινωνία;
Ελπίζω να συμπονέσει κάπως τη γενιά που αναγκαζόταν να κρύβεται τόσο πολύ, να εκτιμήσει τις αλλαγές που έχουν επέλθει, κυρίως ελπίζω να διασκεδάσει με τις τέσσερις φίλες.
- «Αν δεν τολμάς, είσαι καταδικασμένος να υπηρετείς αυτούς που τολμούν»;
Πολύ σκληρό απόφθεγμα. Δεν θέλω να ζω σε τέτοιο κόσμο. Προτιμώ μια ευνομούμενη, δημοκρατική κοινωνία, όπου οι δειλοί απολαμβάνουν τη ζωή το ίδιο με τους τολμηρούς, διότι προστατεύονται από τους νόμους, έχοντας αφήσει πίσω τους τις ανάγκες για τόλμη και ηρωισμούς.