Η μεγάλη δημοσιότητα του πολύχρονου αιτήματος της χώρας για την επιστροφή των αριστουργημάτων του Φειδία, φαίνεται να καταρρίπτει εμφατικά τον βρετανικό δογματισμό της άρνησης για την επανένωσή τους στη γενέθλια γη ασκώντας παράλληλα ασφυκτική πίεση στη βρετανική πλευρά. Είναι πλέον αποδεκτό ότι από το 2019 με πρωτοβουλία του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη το πάγιο και δίκαιο αίτημα για επιστροφή των Γλυπτών βρίσκεται σταθερά στο τραπέζι των συζητήσεων σε Λονδίνο και Αθήνα, με τις μυστικές διαπραγματεύσεις να αναζητούν την επίτευξη μιας συμφωνίας!
«Εποικοδομητική συνεργασία»
Εκπρόσωπος του βρετανικού ιδρύματος απάντησε σε ερώτημα του «Ε.Τ.» αν τελικά το «διπλωματικό επεισόδιο» μεταξύ των δύο πρωθυπουργών Ελλάδας και Βρετανίας επηρεάζει τις συζητήσεις για την επανένωση των Γλυπτών του Παρθενώνα στο Μουσείο της Ακρόπολης.
«Οι συζητήσεις με την Ελλάδα για μια συνεργασία για τον Παρθενώνα συνεχίζονται και είναι εποικοδομητικές» δήλωσε στον «Ε.Τ» εκπρόσωπος του Βρετανικού Μουσείου και επισήμανε πως «Πιστεύουμε ότι αυτού του είδους η μακροχρόνια συνεργασία θα επιτύχει τη σωστή ισορροπία μεταξύ του να μοιραζόμαστε τα καλύτερα αντικείμενα της συλλογής μας με επισκέπτες σε όλο τον κόσμο και να διατηρούμε την ακεραιότητα της υπέροχης συλλογής μας στο μουσείο».
Ωστόσο το γεγονός της ακύρωσης της συνάντησης από τον Σούνακ ξεσήκωσε σωρεία αντιδράσεων και προτάθηκε ξανά η πάγια θέση της χώρας μας ότι δεν αναγνωρίζει στο Βρετανικό Μουσείο νομή, κατοχή και κυριότητα των Γλυπτών, καθώς αποτελούν προϊόν κλοπής.
Η επόμενη μέρα
Με αφορμή τα πρόσφατα γεγονότα ο «Ε.Τ.» της Κυριακής επικοινώνησε επίσης με δύο διακεκριμένες προσωπικότητες, τον επίτιμο πρόεδρο της Διεθνούς Ενωσης για την Επανένωση των Γλυπτών του Παρθενώνα (ΙARPS), ακαδημαϊκό, αρχαιολόγο και καθηγητή στο Πανεπιστήμιο της Νάπολης «Federico II» Λουί Γκοντάρ (Louis Godart) και την ιστορικό, αρχαιολόγο, πρόεδρο της ΙARPS δρ. Κρις Τίτγκατ (Christiane Tytgat), οι οποίοι σκιαγραφούν την επόμενη ημέρα του εθνικού μας αιτήματος, δηλώνοντας παράλληλα την αισιοδοξία τους για την επανένωση των Γλυπτών στο Μουσείο Ακρόπολης.
Θέση για τα όσα συνέβησαν τις προηγούμενες ημέρες πήρε και ο πρόεδρος του Βρετανικού Μουσείου Τζορτζ Oσμπορν σε podcast του Political Currency και επανέλαβε μεταξύ άλλων ότι «αναζητούμε με την ελληνική κυβέρνηση για λογαριασμό του μουσείου» μια ρύθμιση που θα επέτρεπε τα Γλυπτά να εκτεθούν στην Ελλάδα.
ΛΟΥΙ ΓΚΟΝΤΑΡ: «Ανάξια η στάση του Σούνακ»
Στη δισκογραφία, με τον Στέλιο
«Ο Ελληνας πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης στη συνέντευξή του στο BBC, σχολιάζοντας τον όλεθρο που προκάλεσε η κλοπή των μαρμάρων του Παρθενώνα από τον Ελγιν και τη συνεχή άρνηση των βρετανικών αρχών και του Βρετανικού Μουσείου να επιστρέψουν τα γλυπτά του Φειδία στην Ελλάδα, χρησιμοποίησε μια όμορφη εικόνα: είπε ότι θα ήταν σαν η Μόνα Λίζα να σκιστεί σε δύο κομμάτια.
Ως εκ τούτου, είναι απαραίτητο να ανασυνθέσουμε αυτό που υπήρχε πριν από τον διαμελισμό του ναού της θεάς. Θα ήθελα να προσθέσω μια πρόταση στην ομιλία του Μητσοτάκη: η Μόνα Λίζα είναι έργο αναγεννησιακής ιδιοφυΐας, ενώ τα γλυπτά του Φειδία είναι αριστουργήματα που ανήκουν στους ανθρώπους που εφηύραν τη δημοκρατία. Από αυτή την άποψη, αξίζουν πολύ περισσότερο στα μάτια του κόσμου από οποιοδήποτε άλλο αριστούργημα που παράγεται από την τέχνη των ανθρώπων» σημειώνει ο διακεκριμένος Ιταλός επιστήμονας και επισημαίνει: «Ο Βρετανός πρωθυπουργός ήθελε να ακυρώσει τη συνάντηση με τον Ελληνα ομόλογό του για έναν απλό λόγο: ντρέπεται και συνεχίζει να υποστηρίζει ενώπιον του παγκόσμιου πολιτισμού ότι η Βρετανία δεν προτίθεται να επιστρέψει τα παράνομα κέρδη. Ο κ. Σούνακ, γνωρίζοντας πολύ καλά ότι κάνει λάθος, συμπεριφέρεται σαν χυδαίος δέκτης μιας ποταπής κλοπής και προτιμά να ξεφύγει από εκείνους που, όπως ο Μητσοτάκης, απαιτούν την επιστροφή ενός περιουσιακού στοιχείου που ανήκει στην Ελλάδα για τη χώρα τους. Αυτή η στάση είναι ανάξια του πρωθυπουργού μιας μεγάλης χώρας όπως η Αγγλία».
Σε αυτό το σημείο ο κ. Γκονταρ αναφέρει το 1940 όπου οι πιλότοι της RAF έσωσαν τον κόσμο σε μια κρίσιμη μάχη, νικώντας τα ναζιστικά αεροπλάνα. «Σήμερα, ωστόσο, η Αγγλία δεν φαίνεται αντάξια του παρελθόντος της. Είθε οι κραυγές διαμαρτυρίας από όλο τον κόσμο να ανοίξουν τα αφτιά της».
Δρ ΚΡΙΣ ΤΙΤΓΚΑΤ ● ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ, ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΟΣ, ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΙARPS: «Εχει σημειωθεί πρόοδος»
Ως «πολύ λυπηρό» χαρακτήρισε η Κρις Τίτγκατ το γεγονός, που ο πρωθυπουργός Σούνακ ακύρωσε τη συνάντησή του με τον Κ. Μητσοτάκη.
«Τα Γλυπτά του Παρθενώνα ήταν μόνο ένα από τα θέματα της ημερησίας διάταξης, μεταξύ άλλων πολύ σημαντικών ζητημάτων, σίγουρα με δύο δολοφονικούς πολέμους που γίνονται στα σύνορα της Ευρώπης» υποστηρίζει και επισημαίνει πως «Αυτό που βλέπουμε τώρα είναι ότι, παγκοσμίως, όλα τα ΜΜΕ μιλούν για τα Γλυπτά του Παρθενώνα, δίνοντας προσοχή στην προέλευση της διαμάχης μεταξύ Ελλάδας και Ηνωμένου Βασίλειου και αναλύοντας τους λόγους για τους οποίους ο Σούνακ ακύρωσε τη συνάντηση την τελευταία στιγμή».
Οσο για την επόμενη ημέρα η καταξιωμένη επιστήμονας απαντάει: «Οι θέσεις των εμπλεκομένων είναι γνωστές και δεν έχουν αλλάξει φέτος. Εχει σημειωθεί πρόοδος σε σύγκριση με τα προηγούμενα χρόνια, αλλά το να περιμένεις μια συμφωνία ή λύση σύντομα είναι κατά τη γνώμη μου δύσκολα εφικτή. Οι απόψεις εξακολουθούν να είναι πολύ μακριά για αυτό. Ο διάλογος μεταξύ Αθήνας και Βρετανικού Μουσείου, η πίεση στο βρετανικό κατεστημένο και σίγουρα στους πολιτικούς πρέπει να συνεχιστούν. Είμαι πεπεισμένη ότι, στο τέλος, θα βρεθεί μια ικανοποιητική λύση, αποδεκτή από όλα τα μέρη».
Η ΑΠΡΕΠΕΙΑ ΕΦΕΡΕ… ΔΗΜΟΣΙΟΤΗΤΑ
Η επανένωση των Γλυπτών κάνει τον γύρο του κόσμου
«Κάθε πολιτισμένος Βρετανός γνωρίζει ότι πρέπει να εκτίθενται εκεί που ανήκουν, στο σπίτι τους στην Αθήνα» έγραψε ο αρθρογράφος της «Guardian» Σάιμον Τζένκινς μετά την ανάρμοστη συμπεριφορά του Βρετανού πρωθυπουργού, ενώ λίγες γραμμές πιο κάτω ανέφερε: «Η Βρετανία έχει τον νόμιμο τίτλο στα αγάλματα, αλλά οι νόμοι μπορούν να αλλάξουν».
Η πλειοψηφία των διεθνών ΜΜΕ τάσσεται πλέον ξεκάθαρα υπέρ της επιστροφής των Γλυπτών του Παρθενώνα θέτοντας ερωτήματα για την αλαζονική στάση της βρετανικής πλευράς που παραμένει αμετακίνητη επίσημα εδώ και 40 χρόνια… Διότι η πρώτη προσδοκία επιστροφής είχε διατυπωθεί από τον Αλέξανδρο Ραγκαβή, γραμματέα της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας, αμέσως μετά τη σύσταση του νεοελληνικού κράτους, το 1842. Σε δημοσιεύματά τους αναφέρουν τη χρονιά- σταθμό, το 1982, που η τότε υπουργός Πολιτισμού Μελίνα Μερκούρη θέτει στη διάσκεψη των υπουργών Πολιτισμού της UNESCO το θέμα της επιστροφής των Γλυπτών του Παρθενώνα στην Ελλάδα. Σχεδόν πέντε χρόνια μετά, το 1987, το ζήτημα εντάχθηκε στην επίσημη ατζέντα των θεμάτων της UNESCO, που συζητείται ανά διετία στις συνεδριάσεις της Διακυβερνητικής Επιτροπής και κάθε φορά υιοθετείται σύσταση από τα κράτη-μέλη για την προώθηση του ζητήματος. Τον Σεπτέμβριο του 2021 για πρώτη φορά εκδίδεται απόφαση της Unesco που πέτυχε η ελληνική πλευρά, σύμφωνα με την οποία αναγνωρίζει ότι η υπόθεση έχει διακυβερνητικό χαρακτήρα και, ως εκ τούτου, η υποχρέωση επιστροφής των Γλυπτών του Παρθενώνα αφορά απολύτως την κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου. Γεγονός που ο Βρετανός πρωθυπουργός στην αρχή της εβδομάδας έδειξε πως αγνοεί…
Διαπραγματεύσεις
Για τα τρέχοντα γεγονότα η υπουργός πολιτισμού Λίνα Μενδώνη σε συνέντευξή της στο ραδιόφωνο του ΣΚΑΪ δήλωσε πως «οι διαπραγματεύσεις για τόσο ευαίσθητα πράγματα απαιτούν χρόνο, επιμονή και υπομονή, και εμείς διαθέτουμε. Η Ελλάδα συνεχίζει να μιλάει με το Βρετανικό Μουσείο, όπως και με όλη την επιστημονική κοινότητα. Ολα αυτά είναι πράγματα που συζητώνται. Ομως, τα γλυπτά είναι προϊόντα κλοπής. Βρίσκονται, σήμερα, στο Βρετανικό Μουσείο ως προϊόντα κλοπής. Από κει και πέρα, η Ελλάδα κρατά την εθνική της στάση και συνεχίζει με επιμονή και υπομονή να διεκδικεί. Κι είναι γνωστή η ελληνική θέση, ότι εφόσον τα Γλυπτά του Παρθενώνα επιστρέψουν στην Ελλάδα, το κενό στο Βρετανικό Μουσείο η Ελλάδα μπορεί να το καλύψει διοργανώνοντας περιοδικές εκθέσεις με σημαντικές αρχαιότητες».
Η κυρία Μενδώνη μίλησε και για τη διεθνή ανταπόκριση… «Η δημοσιότητα βοηθάει σίγουρα την υπόθεση της επιστροφής των Γλυπτών του Φειδία και η απρεπής κίνηση Σούνακ συνέβαλε σε αυτή τη δημοσιότητα. Η Ελλάδα εντείνει τη διεκδίκησή της, εστιάζοντας στη βαρβαρότητα που έχουν υποστεί τα γλυπτά, όχι μόνο από τον Ελγιν αλλά και κατά τη διάρκεια της έκθεσής τους».
Η κυρία Μενδώνη ανέφερε συγκεκριμένα τις δεκαετίες 1930, ‘60 και ‘70 που τα Γλυπτά υπέστησαν φθορές στο Βρετανικό Μουσείο και σημείωσε ότι «το πολιτικό μομέντουμ είναι αυτό που μπορεί να δώσει διέξοδο. Αλλωστε σε λίγους μήνες η Βρετανία έχει εκλογές».