«Ο Ντίλαν ήταν ένα παιδί στο ξεκίνημά του που έγραψε στίχους λες και τους υπαγόρευσε ο Θεός», σχολιάζει ο Παπαμιχαήλ και προσθέτει: «Ηταν ένα παιδί που άφησε την οικογένειά του, έφτιαξε μια νέα οικογένεια και στη συνέχεια την άφησε και αυτή», λέει για τον κορυφαίο μουσικό και την εξέλιξή του από τη φολκ της πρώτης φάσης της καριέρας του στον «εξηλεκτρισμό» του ήχου του από το 1965 και μετά.
Γεννημένος στις 10 Φεβρουαρίου 1962 στην Αθήνα, ο Φαίδων Παπαμιχαήλ μεγάλωσε στο Μόναχο και σαν παιδί έβλεπε ταινίες με τον Τζον Γουέιν στην τηλεόραση και σπαγγέτι γουέστερν.
Μετά ανακάλυψε το ευρωπαϊκό σινεμά της δεκαετίας του ’60. «Ο γερμανικός κινηματογράφος μού προκαλούσε αμηχανία. Το γαλλικό σινεμά με γοήτευε περισσότερο. Θυμάμαι που παίρναμε το τρένο για το Παρίσι τα Σαββατοκύριακα μόνο και μόνο για να καθόμαστε στην Gare du Nord και να χαζεύουμε τις Citroën στους δρόμους», λέει.
Ο αγαπημένος του πρωταγωνιστής ήταν ο Ζαν-Πολ Μπελμοντό, αλλά η «Περιφρόνηση» του Ζαν-Λικ Γκοντάρ ήταν η ταινία που άλλαξε τη ζωή του. «Εκεί έγινε το κλικ στο μυαλό μου με τον κινηματογράφο και κατάλαβα τι ήθελα να κάνω στη ζωή μου», επισημαίνει. Αρχικά ξεκίνησε να εργάζεται ως φωτορεπόρτερ, αλλά το 1983 τον κάλεσε στη Νέα Υόρκη ο ξάδελφός του, Τζον Κασσαβέτης, και ανέλαβε τη διεύθυνση φωτογραφίας στην ταινία του «Love streams». «Οι φωτογραφίες σου αντικατοπτρίζουν μια ολόκληρη γενιά, μου είχε πει ο Κασσαβέτης όταν συναντηθήκαμε στη Νέα Υόρκη», λέει ο Παπαμιχαήλ.
Από τότε ο σπουδαίος διευθυντής φωτογραφίας έχει υπογράψει περισσότερες από 40 ταινίες με σημαντικούς δημιουργούς της μεγάλης οθόνης. «Τα κινηματογραφικά πλατό μοιάζουν μερικές φορές με μικρόκοσμους των διαφόρων χωρών. Στην Αμερική τα σετ άλλες φορές θυμίζουν στρατό και άλλες τσίρκο. Οι Βαλκάνιοι προτιμούν την ποιότητα ζωής και να δουλεύουν λιγότερο. Οι Βρετανοί αντιμετωπίζουν τη δουλειά σαν να είναι ωράριο στο εργοστάσιο. Κάποιος φωνάζει τέλος και αμέσως σβήνουν τα φώτα».
Το 2021 γύρισε στην Αγγλία την τελευταία περιπέτεια του Ιντιάνα Τζόουνς και αμέσως μετά έκανε τα γυρίσματα της δικής του ταινίας, το «Light Falls», στη χώρα μας. «Στην Ελλάδα έχεις περισσότερη ελευθερία και δεν υπάρχουν περιορισμοί όταν θέλεις να δοκιμάσεις άλλες δημιουργικές οδούς», υποστηρίζει.
«Ο κόσμος έχει κουραστεί από τα σίκουελ»
Για το αμερικανικό σινεμά δεν δηλώνει ιδιαίτερα ικανοποιημένος. «Οι αμερικανικές ταινίες που με ενδιαφέρουν κάθε χρονιά στα Οσκαρ μετριούνται στα δάχτυλα του ενός χεριού. Ο κόσμος έχει κουραστεί από τα σίκουελ των Avengers και θέλει να δει κάτι άλλο», υπογραμμίζει.
Προσθέτει ότι «οι καλύτερες μέρες στην κινηματογράφηση μιας ταινίας είναι πίσω μας, αλλά αυτή τη στιγμή συμβαίνουν ενδιαφέρουσες αλλαγές. Μαζί με την τεχνολογία εξελίσσεται και η δουλειά μας. Θα ταξιδεύουμε λιγότερο και τα ψηφιακά μέσα θα μας παρέχουν όλο και περισσότερες επιλογές. Κάποτε τρέχαμε σε όλα τα μέρη για τις ανάγκες μιας ταινίας. Ημασταν κάτι σαν μάγοι», υποστηρίζει και καταλήγει συμβουλεύοντας τους συναδέλφους του: «Μην ακουμπάτε όλους τους στόχους σας στο Χόλιγουντ».