Γεννημένος στη χώρα μας, αλλά μεγαλωμένος στις ΗΠΑ, ο φημισμένος δημιουργός έρχεται πολύ συχνά στην Ελλάδα και σε μία από τις περιόδους που περνά εδώ στην Αθήνα και το αγαπημένο του Λεωνίδιο γύρισε ένα θρίλερ με κοινωνικές προεκτάσεις, το «Οταν το φως πέφτει». Πρωταγωνίστριές του είναι δύο κορίτσια που κάνουν τις διακοπές τους σε ένα ελληνικό νησί, αλλά η περιέργειά τους για ένα εγκαταλελειμμένο ξενοδοχείο στην περιοχή όπου μένουν θα τις εγκλωβίσει σε μια φρικτή περιπέτεια. «Μοιάζει λίγο με αρχαία ελληνική τραγωδία», λέει στον «Ε.Τ.» της Κυριακής ο Φαίδων Παπαμιχαήλ, όταν τον συναντήσαμε στην Ελληνοαμερικανική Ενωση για τη συνέντευξη που ακολουθεί.
Πώς προέκυψε η ιδέα για την ταινία;
Είναι ένα σενάριο που έγραψε ένας φίλος μου, ο Sven Dagones. Οταν ήρθε η εποχή της νόσου Covid-19, ήμουν στην Ελλάδα για οκτώ μήνες και όλες οι δουλειές μου είχαν «παγώσει». Με πήρε τότε τηλέφωνο και μου θύμισε εκείνο το σενάριο και μου έριξε την ιδέα μήπως το προχωρούσαμε τότε που είχαν ακυρωθεί τα πάντα. Αυτός έμενε στην Κάρυστο τότε και ανακατεύτηκε πολύ με τις κατασκευές και τις οικοδομές και ήξερε τι συμβαίνει σε αυτόν τον κόσμο.
Παρόλο που είναι λίγο ωμή ιστορία, μου άρεσε, γιατί θυμίζει αρχαία ελληνική τραγωδία. Πώς είναι δηλαδή να βρίσκεσαι τη λάθος στιγμή στο λάθος μέρος και πώς όλα μπορούν να πάνε προς το χειρότερο, ακόμα και όταν βρίσκεσαι σε ένα ειδυλλιακό περιβάλλον, όπως ένα ελληνικό νησί. Κρύβει πολλά επίπεδα. Πρώτα, βέβαια, έπρεπε να βρούμε ένα παρατημένο ξενοδοχείο, γιατί σε αυτό διαδραματίζεται όλη η ταινία, αλλά δεν θέλαμε να πάμε σε νησί, γιατί τότε ήταν δύσκολο λόγω Covid. Βρήκαμε αυτό που θέλαμε στην Ανάβυσσο. Οταν μπήκα μέσα στο ξενοδοχείο, κατάλαβα ότι ήταν αυτό που θέλαμε. Δεν πειράξαμε τίποτα, είναι όπως το βλέπετε στην ταινία, πολύ κινηματογραφικό σκηνικό.
Δεν προσπαθώ να κάνω κοινωνικό σχόλιο με αυτήν την ταινία. Βρήκα πολύ ενδιαφέρον που οι δύο πλευρές είναι στην ίδια ηλικία και, πλέον, μέσω Ιντερνετ υπάρχουν γνώση και κατανόηση της κουλτούρας που φέρει ο καθένας. Είναι ταινία δωματίου, θα λέγαμε.
Μετά πήγαμε στα Τίρανα και συναντήσαμε αρκετούς φοιτητές Σχολών Υποκριτικής και πραγματικά ήταν έκπληξη για εμένα το γεγονός ότι έκαναν τόσο καλή δουλειά. Ολα έγιναν κάπως εύκολα σε αυτήν την ταινία. Βρήκαμε και τις δύο πρωταγωνίστριες, που είναι από τη Γεωργία και ζουν στη Νέα Υόρκη. Οι κοπέλες δεν είναι ηθοποιοί. Η μία είναι μοντέλο και η άλλη έχει όντως τη φωτογραφική μηχανή που χρησιμοποιεί στην ταινία. Νοικιάσαμε και ένα σπίτι κοντά στην περιοχή των γυρισμάτων και μείναμε όλοι μαζί και αυτό μας διευκόλυνε στο να κάνουμε ό,τι θέλαμε.
Είχατε την υποστήριξη που χρειαζόσασταν στα γυρίσματα στη χώρα μας;
Ναι, βέβαια, και με το συγκεκριμένο συνεργείο έχουμε δουλέψει ξανά στο παρελθόν και γνωριζόμαστε. Ηταν μικρό συνεργείο και ευέλικτο. Μου άρεσε αυτό, γιατί συνήθως μια ταινία είναι σαν μια τεράστια μηχανή, δυσκίνητη και περίπλοκη. Εδώ ήταν πιο απλά τα πράγματα και μπορούσα να παρεμβαίνω όποτε ήθελα ή να κάνω αυθόρμητα πράγματα. Αμέσως μετά δούλεψα στο «Ιντιάνα Τζόουνς», που είχε 1.000 φορές μεγαλύτερο προϋπολογισμό. Είναι ωραία, βέβαια, να δουλεύεις με τον Χάρισον Φορντ, αλλά προτιμώ να κάνω πιο μικρά πράγματα. Δεν μπορώ να ζήσω από αυτά, βέβαια, αλλά, όταν υπάρχει η ευκαιρία, τα προτιμώ.
Ποιος σκηνοθέτης από αυτούς που έχετε συνεργαστεί ήταν ο πιο εύκολος και ο πιο συνεργάσιμος;
Με τον Αλεξάντερ Πέιν είμαστε φίλοι από παλιά, έχουμε γυρίσει τέσσερις ταινίες μαζί και τα γυρίσματα είναι πάντα εξαιρετικά. Ποτέ δεν βιαζόμαστε, γιατί δεν έχει δύσκολα γυρίσματα. Ο Τζέιμς Μάνγκολντ, από την άλλη, έχει πιο δύσκολα γυρίσματα, με περισσότερες προκλήσεις, αλλά έχουμε κοινές προτιμήσεις. Ο Αλεξάντερ κάνει τους πάντες στα γυρίσματα να νιώθουν σαν οικογένεια. Θυμάται απίθανες λεπτομέρειες από τη ζωή όλων όσοι βρίσκονται στο συνεργείο. Οχι μόνο πώς λένε τον καθένα, αλλά και λεπτομέρειες από την οικογένεια του καθενός. Η μνήμη του είναι φοβερή. Τον είχα ρωτήσει πώς το κάνει αυτό και μου είχε πει ότι πραγματικά προσπαθεί να θυμάται τα πάντα. Είχα σε μία ταινία του Αλεξάντερ μία βοηθό και της είπα «Μην ακολουθήσεις αυτόν τον κλάδο επειδή βλέπεις πώς είναι τα πράγματα εδώ. Αυτό είναι κάτι σπάνιο, δεν το συναντάς συχνά, σχεδόν ποτέ», αλλά, τελικά, ήμουν λάθος, γιατί κι εκείνη δουλεύει συνήθως σε αντίστοιχες συνθήκες.
Τις δύο φορές που ήσασταν υποψήφιος για Οσκαρ νιώσατε ότι σας το «έκλεψαν»;
Οχι, το περίμενα ότι δεν θα το έπαιρνα. Οταν ήμουν υποψήφιος για το «Nebraska», ήταν και ο Εμανουέλ Λουμπέσκι για το «Gravity». Το καταλαβαίνεις αν θα το πάρεις από τα βραβεία που προηγούνται των Οσκαρ. Στο «Η δίκη των 7 του Σικάγου» δεν περίμενα ότι θα το πάρω. Ηταν μια περίεργη χρονιά εκείνη με την πανδημία. Υπήρχαν κάποιοι που μου έλεγαν ότι θα το έπαιρνα γιατί δεν μου το έδωσαν την πρώτη φορά, αλλά δεν το πίστευα. Φέτος, με το «A complete unknown», ήμουν πολύ κοντά στην υποψηφιότητα, αλλά προτιμήθηκε ο Εντουαρντ Λάχμαν για τη «Maria». Δεν ξέρεις ποτέ πώς θα πάει κάθε φορά, είναι και θέμα τύχης και ποιοι άλλοι θα είναι συνυποψήφιοι.
Βεβαίως και είναι ωραίο να είσαι υποψήφιος, αλλά ύστερα από χρόνια κανείς δεν θυμάται ποιος ήταν υποψήφιος κάθε φορά. Ούτε εγώ δεν θα θυμάμαι. Αλλά θα θυμάμαι ποιες ταινίες ήταν ωραίες και έμειναν στην ιστορία. Αυτό που θέλεις είναι να επηρεάσεις τις επόμενες γενιές με τη δουλειά σου. Ας πούμε η ταινία «Πλαγίως» γιόρτασε τώρα είκοσι χρόνια και τη βλέπει κόσμος που δεν την είχε δει την πρώτη φορά. Είναι φοβερό πώς μια ταινία αντέχει στον χρόνο. Οπως οι ταινίες που επηρέασαν εμένα, αυτές του Φελίνι, του Αντονιόνι, του Γκοντάρ, «Ο Λόρενς της Αραβίας». Αποτελούν μέρος της ιστορίας μας, της κουλτούρας μας.
Πηγαίνετε συχνά στο Λεωνίδιο;
Ναι, πηγαίνω συχνά και θέλω να μείνω μόνιμα. Πηγαίνω για καφέ, για μπάνιο, έχω ένα μικρό σκαφάκι και πηγαίνω στις κοντινές παραλίες. Εχει φοβερές ακτές η περιοχή, απέναντι είναι και οι Σπέτσες, αν θέλεις να πας σε μια τουριστική περιοχή.
Πώς σχολιάζετε την επιβολή δασμών στις παραγωγές που γυρίζονται εκτός ΗΠΑ που εξήγγειλε ο Ντόναλντ Τραμπ;
Πολλά λέει και αυτός και μετά τα παίρνει πίσω. Για το Χόλιγουντ ίσως να αποδειχθεί καλό αυτό, γιατί η αλήθεια είναι ότι τα στούντιο, αυτήν τη στιγμή, είναι άδεια και ο κόσμος που ζει από το Χόλιγουντ δεν έχει δουλειά. Ημουν εκεί πρόσφατα και τα στούντιο ήταν σαν πόλη-φάντασμα. Τα πράγματα είναι δύσκολα, γιατί οι παραγωγές δεν πάνε μόνο στο εξωτερικό για γυρίσματα, αλλά και στην Ατλάντα, στη Νέα Υόρκη, στο Νιου Τζέρσεϊ. Είναι πόλεις που έχουν καλό cash rebate και φοροελαφρύνσεις. Ομως, τα στούντιο δεν θέλουν να ρισκάρουν και ίσως να φοβούνται με αυτές τις εξαγγελίες. Αυτό σημαίνει ότι ίσως να μη θέλουν να επενδύουν σε πρωτότυπες ταινίες και να συνεχίσουν πιο έντονα με τα franchises. Και πάλι, όμως, πιστεύω ότι θα βρεθούν λύσεις, για να αποφύγουν τα στούντιο τις πρωτοβουλίες του Τραμπ. Οι Ελληνες είμαστε καλοί σε αυτά. Είμαστε πολυμήχανοι, βρίσκουμε λύσεις. Και ας ελπίσουμε, φυσικά, ότι θα συνεχίσουν να έρχονται ξένες παραγωγές για γυρίσματα στην Ελλάδα.
Info
«ΟΤΑΝ ΤΟ ΦΩΣ ΠΕΦΤΕΙ»*
ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Φαίδων Παπαμιχαήλ
ΣΕΝΑΡΙΟ: Sven Dagones
ΠΑΙΖΟΥΝ: Elensio, Nini Nebieridze, Silvio Goskova, Juxhin Plovishti, Jurgen Marku, Μάκης Παπαδημητρίου
* Η ταινία προβάλλεται στους κινηματογράφους